Αρχική > News > Η Σημαία

Η Σημαία

Η γαλανόλευκη αυτή Σημαία, το ιερό αυτό πανί που στεφανώνει ο Τίμιος Σταυρός, είναι το ιερό σύμβολο, με το οποίο ενσαρκώνεται και έρχεται ζωντανή μπροστά μας η υψηλή ιδέα της πατρίδας μας. Είναι αυτή η ιστορία της. Κάθε πτυχή της κι ένας θρίαμβος, μια δόξα αθάνατη. Και όσο και αν φαίνεται απλή, όσο και αν φαίνεται ένα απλό γαλανόλευκο πανί, όμως είναι η υλοποίηση, η ενσάρκωση της αφηρημένης ιδέας της πατρίδας. Σε κάθε πτυχή της είναι χαραγμένα με το αίμα των ηρώων μας οι επιτυχίες, οι εθνικές συμφορές, οι παλιγγενεσίες, οι αναστάσεις του έθνους μας, μέσα σε θύελλες από φοβερές συγκρούσεις για το πάλεμα της Λευτεριάς και της Νίκης.
Συμβολίζει τα υψηλότερα και ιερότερα ιδανικά του ανθρώπου: την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την θρησκεία, τα οποία αδελφώνει κάτω από τις πολύτιμες και ένδοξες πτυχές της.
Αλήθεια! Πόση λαχτάρα, πόση υπερηφάνεια νιώθει καθένας μας στο αντίκρυσμά της! Στο κυμάτισμά της σκιρτά η καρδιά μας. Στις ψυχές όλων μας φτερουγίζουν όλες οι κρυφές ελπίδες, οι ευγενείς πόθοι, τα υψηλά όνειρα της φυλής. Μαζί της φτερουγίζει η ψυχή της πατρίδας μας,της αθάνατης και αιώνιας τούτης γης…
Όμως, την παλαιότερη εποχή η Σημαία δεν είχε τόσο ευρύ νόημα και τόσο μεγάλη αξία. Απλώς ήταν σύμβολο που διαχώριζε τους ανθρώπους της ίδιας φυλής, της ίδιας συντεχνίας ή διέκρινε τους αντιπάλους στρατούς. Απλά και τότε η δύναμή της ήταν μεγάλη και μάλιστα σε στρατιωτικές ή πολιτικές ομάδες.
Πρώτοι όμως που παρουσίασαν σημαία όμοια με την σημερινή ήταν οι Πέρσες στη μάχη της Ισσού.
Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε το περίφημο Λάβαρο, όμοια κατά πολύ με τις σύγχρονες σημαίες με τη γνωστή επιγραφή «Εν τούτω νίκα».
Μέχρις ότου φθάσουμε στη σημερινή μας σημαία, παρήλασαν τα λάβαρα, τα μπαϊράκια και οι παντιέρες.
Λευκή Σημαία με γαλάζιο σταυρό ύψωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι και οι Κολοκοτρωναίοι.
Αξιοσημείωτη είναι η Σημαία που είχε προσχεδιαστεί από τον εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίο από τρία χρώματα: ερυθρό, λευκό και μαύρο. «Το ερυθρό εσυμβόλιζε την αυτοκρατορική πορφύρα και την αυτεξουσιότητα του ελληνικού λαού. Το λευκό την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της τυραννίας και το μαύρο τον υπέρ πατρίδας και ελευθερίας θάνατον», όπως ο ίδιος ο Ρήγας έλεγε.
Την πρώτη όμως επίσημη Σημαία ύψωσε στο Ιάσιο της Μολδαβίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, η οποία έφερε τις εικόνες του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην Πελοπόννησο, η πρώτη Σημαία που υψώθηκε στην Επανάσταση ήταν το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του ναού της Αγίας Λαύρας, που αποσπάστηκε από τη θέση του και υψώθηκε ως σύμβολο αναστάσεως του Έθνους.
Λέγεται ότι η πρώτη κυανόλευκη οφείλεται στον Παπαφλέσσα, τον πρωτεργάτη της Επανάστασης. Έσχισε ένα κομμάτι από το ράσο του και ο λεοντόκαρδος στρατιώτης Κεφάλας δύο λόξες από τη φουστανέλα του. Αφ’ ότου δε η Α΄Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου δέχθηκε ως Σημαία την κυανόλευκη του Παπαφλέσσα, έχει ερμηνευτεί πολύ συχνά το νόημα των δύο της χρωμάτων, που είναι χαρακτηριστικά της πατρίδας μας της ένδοξης ελληνικής γης.
«Κομμάτι απ’ ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό που’ναι λευκό σαν τον αφρό του κύματος που αφρίζει σε περιγιάλι ολόλευκο, σε πέλαο μακρυνό…. Τ’ άσπρο της χρώμα ζήλεψε από του Ολύμπου την πιο ψηλή κορφή τη χιονισμένη και απ’ της Ελλάδος τα νερά τη γαλαζένια χάρη».
Ο σταυρός της είναι σύμβολο το Χριστού, της Ελλάδος, της Λευτεριάς, σύμβολο αγνό και ωραίο, που με τη θωριά του μας δίνει παλμό γιγάντιο, τρανής χαράς μηνύματα και θεριεύει την ελπίδα όλων μας. Γι’ αυτό όπου και αν βρεθούμε και αντικρύσουμε αυτά τα δύο χρώματα, πρέπει να γονατίσουμε ευλαβικά μπροστά της, πρέπει να δείξουμε σεβασμό και αφοσίωση. Πόσο μεγάλες στιγμές δεν εγνώρισε η γαλανόλευκη αυτή Σημαία!
Τον Φεβρουάριο του 1897 την ύψωσαν οι Κρητικοί στο Ακρωτήρι, όμοια με την ελληνική της ξηράς. Μετά από δώδεκα χρόνια στην έπαλξη του Φιρκά, υψώθηκε πάλι η ελληνική Σημαία.
Αλλά …. Το πρωί της 5ης Αυγούστου του 1909, αγήματα των πέντε Προστάτιδων Δυνάμεων με τσεκούρι έκοψαν το κοντάρι τους!! Κι έγραψε τότε ο ποιητής: «Χαιρετίστε τη Σημαία, που μια μέρα στον Φιρκά την κατέβασαν προστάται με πελέκια ναυτικά. Κι αν δεν φαίνεται στην άκρη γρεμισμένων κονταριών, όμως τώρα κυματίζει σε ψυχές παλληκαριών…».
Στις δύσκολες στιγμές όλοι κρέμονται από την Σημαία. Αυτή σώζει όσους πραγματικά την πιστεύουν, την σέβονται και δίνει νέο θάρρος. Το θέαμα της ηλεκτρίζει και χαλυβδώνει τις ψυχές όλων. Δίνει κουράγιο, δύναμη, τονώνει το ηθικό.
Η ίδια – ιερός ίσκιος απ’ τις κορφές και τα πέλαγα – ξεδιπλώνει τις πτυχές της και αγκαλιάζει πλατιά και στοργικά τα παιδιά της, που πολεμούν πάντα με τα βλέμματά τους καρφωμένα στην κορφή, στον Σταυρό της, που λαμπυρίζει στο ύψος της τιμής της, Οι πόλεμοι και μαζί οι δρόμοι της ειρήνης σκέπουν το προπύργιο, εκεί που τοποθετούν το ιερό πανί, που ξεδιπλώνοντας στον αγέρα παίρνει και απ’ την τρικυμία της ψυχής τους, τον έξαλλο ενθουσιασμό, την συγκίνηση, τον πόθο της νίκης την ύστατη πνοή της θυσίας.
Οι ποιητές μας, θερμοί πατριώτες, χάραξαν στίχους εμπνευσμένους, γεμάτους παλμό, στην ενατένιση του ιερού αυτού συμβόλου, που ενώνει ιστορία και λαό σε μια τιτανική πάλη μέσα στον χρόνο και τους καταχθόνιους εχθρούς της πατρίδας: Έτσι θα γράψει ο ποιητής: «Χριστού Ελλάδας, λευτεριάς, σύμβολο αγνό και ωραίο με τη θωριά σου δώσε μας παλμό γιγάντιο, νέο και πέρα πέταξε γοργά. Σ’ όλη τη γη μας φέρε τρανής χαράς μηνύματα. Σ’ όλους να πεις το «χαίρε», σκόρπα παντού το λυτρωμό…».
Η Σημαία παρέχει σε μια λέξη και σ’ ένα αντικείμενο ψηλαφητή τη ζωή όλων μας. Σ’ αυτήν υπάρχει αποτυπωμένος ο ελληνικός πολιτισμός, ο πηγαίος και ο πρωτότυπος, ο αγνός και καθαρός, ο αμιγής εθνικός πολιτισμός.
Ο Παρθενώνας μιλάει πολύ εύγλωττα για τον πολιτισμό αυτό. Και μολονότι έχει την αρχή του πολύ μακριά, όταν κοιτάξει την Σημαία, θα τον δείτε πλησίον σας.
Σ’ αυτήν βλέπει καθένας το σπίτι του, το χωριό του, τους γονείς και συγγενείς του, τους φίλους του. Στις πτυχές της κλείνει τα όνειρά μας, τις λαχτάρες μας, τους πόθους, την Ελλάδα ακέραια και ένδοξη.
Στη θωριά της βλέπουμε σαν σε καθρέφτη την ελληνική ψυχή και νιώθουμε την προσταγή της και ορμούμε χύνοντας ιδρώτα και αίμα στο βωμό της λευτεριάς και του πολιτισμού. Είναι η συνείδηση, η τιμή και η δόξα του στρατιώτη. Είναι ιδέα κυματίζουσα…
Μπροστά στον εχθρό νομίζει πως αόρατα νήματα κρατούν τις καρδιές των πολεμιστών δεμένες μ’ αυτήν. Σ’ αυτή δίνουν όρκο βαρύ και ιερό οι στρατιώτες να μην την εγκαταλείψουν ποτέ και τα’ άσπιλά της χρώματα να μην σπιλώσουν ξένα χέρια. Ορκίζονται να μείνουν κοντά της και να αγωνιστούν κάτω από την άξια σκέπη της μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός τους, να πέσουν για την τιμή της σαν τα αρχαία της Σπάρτης παλικάρια κάτω από τον ίσκιο της.
Η εγκατάλειψη όμως της Σημαίας είναι το έσχατο έγκλημα ανανδρίας και προδοσίας. Η απώλειά της είναι καταισχύνη αιώνια. Είναι σαν να έπεσε στα χέρια του εχθρού τμήμα ολόκληρο της πατρίδας.
Μέγιστη σημασία έχει η Σημαία για κάθε άνθρωπο, αλλά πολύ μεγαλύτερη έχει βέβαια για κάθε Έλληνα η ελληνική Σημαία, η γαλανόλευκη νεράιδα ελληνοπούλα, που περικλείει και συμβολίζει θριάμβους χιλιετηρίδων. Είναι το ιερό έμβλημα της πατρίδας μπροστά στο οποίο όλοι με ευλάβεια αποκαλύπτονται. Κάθε πτυχή της συμβολίζει ένα κομμάτι της ελληνικής γης, του οποίου η σημερινή ελευθερία εκπληρώθηκε με ποταμούς αιμάτων.
Για να κατορθώσει όμως όσα κατόρθωσε ο Έλληνας στρατιώτης από την εμπνέουσα σκιά του ιερού τούτου Λαβάρου, αντλεί δύναμη ηθική από το σημείο του Σταυρού που κοσμεί την Σημαία μας. Ο Σταυρός στην ψηλή κορυφή της που χύνει τη χρυσή λάμψη του στη μορφή της πατρίδας που παριστάνει η Σημαία, ενώνει σφιχτά την θρησκεία του Χριστού με την θρησκεία της πατρίδας.
Σ΄αυτήν καρφώνονται τα μάτια του στρατιώτη, πριν έρθει η ώρα της μάχης και αυτή ζητούν τα θολωμένα από τη βοή και τον καπνό της μάχης μάτια του. Με αυτήν παρηγορείται, σ’ αυτήν έλπιζε και γι’ αυτήν σκοτώνεται. Γι’ αυτό πολύ άρμα χύνεται ολόγυρά της για την υπεράσπισή της. Όταν ο σημαιοφόρος πληγωθεί, είναι αγώνισμα τιμής ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος πρώτα να την παραλάβει από τα χέρια που παρέλυσε ο ένδοξος για την πατρίδα θάνατος. Και όταν σκεπάζει τον νεκρό αγωνιστή, είναι σαν να τον αγκαλιάζει θερμά αυτή η μητέρα πατρίδα, σαν να τον νανουρίζει αυτή τον ύπνο του με τις ευχές της.
Ακόμα και στα ξένα κράτη, όπου υπάρχει απόδημος ελληνισμός, κυματίζει καμαρωτά προκαλώντας έτσι στους ξενιτεμένους μας δυνατά ρίγη συγκίνησης και πατριωτισμού καθώς και νοσταλγική αναπόληση του ελληνικού περιβάλλοντος με όλη της την ιστορία και τις εθνικές παραδόσεις της.
Εκεί όμως που διατηρεί και θα διατηρεί άσβηστο το πατριωτικό συναίσθημα και θερμαίνει την ελπίδα της απολύτρωσης και θα θεριεύει το μίσος κατά του δολερού κατακτητή, είναι στις ψυχές του αλύτρωτου ελληνισμού που δεν θα αργήσει να γίνει οδηγητής, εμψυχωμένος στην αποτίναξη του ξένου ζυγού.
Η Σημαία εμπνέει, φρονηματίζει, ενδυναμώνει, παρορμά. Τα νικητήρια άσματα, τα θούρια και παιάνες είναι εμπνεύσεις που προέρχονται από τους θείους κυματισμούς της.
Αγαπητοί μαθητές, υψωθείτε πάνω από την προσωρινότητα της ζωής, τις μικροαδυναμίες και τα πάθη σας. Με την ενθουσιαστική παρόρμηση της Σημαίας μας ανοίξτε τα βιβλία σας και αφήσατε την ψυχή σας να αγκαλιάσει τη ζωή και το έργο των προγόνων μας.
Έτσι θα γίνετε ο ακοίμητος φρουρός της ένδοξης Σημαίας μας. Γι’ αυτό όταν περνάτε μπροστά της και αισθάνεστε το ρίγος των πτυχών της να μεταδίδεται στα φυλλοκάρδια σας, δεν πρέπει να ξεχνάτε την ιστορία της. «Κοίταξε με τα μάτια της ψυχής σου τη γαλανόλευκη Σημαία μας και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδος μεγαλείου…».
Ας χαιρετίσουμε, λοιπόν, με ευλάβεια την ελληνική μας Σημαία και ας ευχηθούμε στα χέρια των ηρώων μας να είναι πάντοτε στεφανωμένη από τη νίκη και τη δόξα.

Μαρία Κραββαρίτη Χούμα

©2010 orthmad.gr | Web development by Integrated ITDC