Θεολογία Ελευθερίας
Οι Έλληνες δεν αναζητήσαμε ιδεολογικά στηρίγματα στις επαναστάσεις μας, διότι με αυτές εξεφράσαμε το Ελληνορθόδοξο φρόνημα μας, στο οποίο συνυφαίνονται ο Θεός με την επανάσταση και η Ορθοδοξία με την Ελευθερία και αυτό φαίνεται λ.χ. σ' όλα τα επίσημα και ανεπίσημα κείμενα του 1821. Η Επανάσταση νοείται σ' αυτά ως «βουλή του Θεού», διότι Εκείνος είχε αποφασίσει την απελευθέρωση του Γένους. Ο Αγώνας είχε καταξιωθεί στη συλλογική εθνική συνείδηση ως θρησκευτική πράξη. Ήταν κάτι αντίστοιχο με την αντιμετώπιση του γίγαντα Λυαίου από τον Ρωμιό Δαβίδ-Νέστορα. Γι' αυτό και οι αγωνιστές, πριν από τις αποφασιστικές αναμετρήσεις με τον εχθρό, κοινωνούσαν τα άχραντα μυστήρια, θέλοντας να πεθάνουν μέσα στη κοινωνία του Κυριακού σώματος, ως μάρτυρες πρώτα της πίστεως και μετά της πατρίδας. Ο κληρικός, που κρατά στο ένα χέρι το τουφέκι και στο άλλο τη θεία Μετάληψη, ή ο μοναχός, που βγάζει το ράσο και ντύνεται τη φουστανέλα, ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα του 1821, όπως ακόμη οι Ναοί, που μεταβάλλονταν σε τόπους «μυστικοσυμβουλίων» των Αγωνιστών ή σε αποθήκες πυρομαχικών, αλλά και τα μόνιμα καταφύγια των Αγωνιστών, τα Μοναστήρια.
Ο Ελληνισμός δεν θα παύσει ποτέ να φυλάει Θερμοπύλες, και ν' αγωνίζεται για σύνορα, τα όποια όμως σήμερα δεν είναι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως ψυχικά. Διότι στην ψυχή μας διακυβεύεται η ιστορική ύπαρξη μας. Αύτη είναι το «κινδυνευόμενον και προκείμενον» σήμερα, στη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, η αδυσώπητη στρατιωτικοπολιτική έκφραση της οποίας, ως Νέα Τάξη, εκδιπλώνεται ανησυχητικά. Τίποτε δεν χρειάζεται περισσότερο το Έθνος μας από το ελληνορθόδοξο φρόνημα του στους καιρούς μας, Αυτό το φρόνημα είναι η μόνιμη πηγή του ηρωισμού και της αυτοθυσίας του. Η τυχόν δε αποδυνάμωση αυτού του φρονήματος, ο μη γένοιτο, θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ιστορική συνέχεια και συνοχή του.
Απόσπασμα από την ομιλία του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, στον Σύνδεσμο Επιστημόνων Πειραιώς, Μάρτιος 2007.