Ο Μεγάλος Ξεριζωμός
9 Sep, 2012
κι ύστερα, ήρθε η ψυχρή ιστορία, με τα κείμενα, τα ντοκουμέντα και τις αλήθειες της...
Με τον όρο Μικρασιατική Καταστροφή περιγράφεται η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1921-22...η κατάλυση από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών και η εκδίωξη του ελληνικού στρατού και του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι, περιγράφεται μια τραγωδία, στα βιβλία... Κάπως έτσι περιγράφεται μια τραγωδία, ψύχραιμα και από απόσταση... Αυτό που γράφτηκε όμως εκείνη την εποχή στις ψυχές χιλιάδων ανθρώπων... 0 πόνος και η δυστυχία που πήραν μαζί τους για μοναδική προίκα, είναι σίγουρο πως δεν θα μπορέσει να καταγραφεί σε κανένα χαρτί, όσο φιλότιμη κι αν είναι η προσπάθεια που γίνεται...
«Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις» γράφει η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα Χώματα». Αρχίζω έτσι, ένα κείμενο που ξέρω πως λίγα θα μπορέσει να πει... κι ας είναι και φιλότιμο... Αρχίζω έτσι από σεβασμό, γιατί είναι το μόνο που μπορώ να καταθέσω...
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε μια ελληνική τραγωδία, ίσως μοναδική στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Πολλοί δικαιολογημένα τη θεωρούν ως τη μεγαλύτερη και χειρότερη καταστροφή για τον ελληνισμό, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ένα ταξίδι δίχως επιστροφή, ένας τυφώνας που πέρασε και τα σάρωσε όλα. Ψυχές που βουτήξανε στην κόλαση κι άλλες που κουβαλήσανε την κόλαση μαζί τους. Μια καταστροφή που το μόνο που άφησε πίσω της ανοιχτό ήταν ένα μονοπάτι για να πηγαινοέρχονται οι μνήμες... κι όταν ακόμα κι από κει η παρηγοριά δεν ερχότανε τότε άκουγα τη γιαγιά μου να σιγολέει: περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις. Όμως, ποτέ δεν την είδα να κλαίει, ούτε καν να έχει σκυφτό το κεφάλι για να ανοίξει δρόμο στο δάκρυ...
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν άλλους τρόπους να ξαλαφρώνουν...
Σηκώνανε το κεφάλι ψηλά μ' εκείνα τα μάτια που ακόμα μέσα τους αντιφέγγιζαν οι φωτιές της Σμύρνης και το βλέμμα τους συναντιόταν με τον ορίζοντα... και σ' εκείνο το ήσυχο αγνάντεμα, δεν ήξερες αν ψάχνανε να δουν κάπου στο βάθος να ξεπροβάλλει η εικόνα του τόπου τους ή αν μ' αυτόν τον τρόπο ξορκίζανε το παρελθόν και καλοπιάνανε το μέλλον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημα του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά. Έλληνες που είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
τος 1922 και οι Τούρκοι βρίσκονται ξεσηκωμένοι από τον καινούργιο τους αρχηγό, τον Κεμάλ Ατατούρκ. Έχοντας την υποστήριξη των συμμάχων, αποφασίζουν να διώξουν όλους τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Λεηλατούν όλες τις ελληνικές περιοχές και η μόνη ελπίδα των Ελλήνων είναι να φύγουν για την Ελλάδα. Όσοι αρνιούνται να φύγουν σφάζονται, οι άντρες από 18 έως 35 ετών φυλακίζονται και οι γυναίκες βιάζονται ή κρατιούνται ως δούλες.
«...Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή ! Σφαγή !
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφταστεί
-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! ΄Ενας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι! -Τσέτες!
Μας σφάζουνε!
-Έλεος!...».
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1922, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώνεται η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Με τη Σμύρνη στις φλόγες και την απελπισμένη προσπάθεια του μαρτυρικού πληθυσμού της να σωθεί, καταφεύγοντας στα συμμαχικά καράβια, γράφεται η τελευταία σελίδα στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τους «συμμάχους» της στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του μικρασιατικού τυχοδιωκτισμού. Τις μέρες εκείνες διαδραματίζεται ένα από τα πιο απάνθρωπα και αποκαλυπτικά γεγονότα του πολέμου. Οι «σύμμαχοι» της ελληνικής ολιγαρχίας: Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί ανέχονται με τη μεγαλύτερη απάθεια να πετιούνται μπρος τα μάτια τους οι Έλληνες στη θάλασσα. Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν η αρχή της εθνικής μας τραγωδίας. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες εστίες των προγόνων τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουν τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουν κι αδειάζουν και ξαναγεμίζουν. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούν, ξεψυχούν. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
-Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!)».
Έτσι ήρθαν οι παππούδες μου στην Ελλάδα. Ρακένδυτοι, κατεστραμμένοι οικονομικά, αφήνοντας πίσω τους αδέλφια αιχμάλωτα των Τούρκων και μωρά παιδιά που πέθαναν από τις αντίξοες συνθήκες στον δρόμο προς τη σωτηρία. Ένας γκρίζος ουρανός, ολόκληρη η Ελλάδα που μαυροντυμένη θρηνούσε τα παιδιά της. Εκείνα που είχαν χαθεί στην Εκστρατεία και σφαγιάστηκαν ανελέητα κι αυτά που μαρτύρησαν στο Ολοκαύτωμα της Σμύρνης.
«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί».
Και κρύφτηκε... σ' ένα νέο τόπο...
Την περίοδο 1922 - 1924 έφθασαν στη Θεσσαλονίκη πάνω από 270.000 πρόσφυγες που έμελλε να αποτελέσουν τον πυρήνα για ανάπτυξη και πρόοδο. Η μάχη για την επιβίωση ήταν καθημερινή και ασταμάτητη. Η Ελλάδα που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε οικονομικό αδιέξοδο, αγωνιούσε για να αποκαταστήσει χιλιάδες πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει το «προσφυγικό πρόβλημα» όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Στερήσεις, πείνα, κακουχίες, περιπέτειες κι ο θάνατος ν' απλώνει τη σκιά του παντού. Η ελονοσία θέριζε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους και οι θάνατοι που σημειώνονταν καθημερινά έφταναν τους πενήντα.
Χωρίς καμία οργάνωση ή κάποια ιδιαίτερη μέριμνα, τα καραβάνια των προσφύγων που έφταναν έμελλε να αποτελέσουν τον πυρήνα για ανάπτυξη και πρόοδο. Η βιομηχανία, η βιοτεχνία και οι υπηρεσίες απέκτησαν καινούργια πνοή. Η οικονομική ζωή της χώρας επωφελήθηκε και μια καινούργια ανατολή άρχισε να ξεπροβάλλει στη ζωή των χιλιάδων ξεριζωμένων. Όμως οι πρόσφυγες δεν επέδρασαν θετικά μόνο στην οικονομική ζωή της χώρας. Επηρέασαν και την πνευματική της ζωή. Τις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες. Ο μεγάλος μας λογοτέχνης Γεώργιος Σεφέρης, που χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο βραβείο Νόμπελ, ήταν από τη Μικρά Ασία. Ο Ηλίας Βενέζης, ο μεγάλος μας κωμικός Λογοθετίδης αλλά και ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο οποίος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, είναι κάποια ακόμα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Κι όμως, όση η προσπάθεια για να ριζώσουμε κάπου, τόσες και οι μνήμες που μας κρατούν δεμένους μ' αυτά που αφήσαμε. Ανελέητο το παιχνίδι του μυαλού... Κι είναι κι αυτό το «τρομαγμένο πουλί» της Διδούς Σωτηρίου που όταν διαβάζω τα κείμενα της με πείθει πως θέλει να κρυφτεί... μα όταν θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Σμυρνιά, το βλέπω να πετάει πάλι σ' εκείνα τα μέρη... Σα χελιδόνι που επιστρέφει πάντα στη φωλιά του την Άνοιξη...
Αχ, βρε γιαγιά, δεν κατάλαβα ποτέ πως χώραγες τόσες Άνοιξες μέσα σε μία μέρα...
«Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!».
Έλενα Δημητράκη Φοιτ. Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών στον Ελλ. Πολιτισμό Περιοδικό διακονία.gr Αύγουστος 2008

Με τον όρο Μικρασιατική Καταστροφή περιγράφεται η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1921-22...η κατάλυση από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών και η εκδίωξη του ελληνικού στρατού και του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι, περιγράφεται μια τραγωδία, στα βιβλία... Κάπως έτσι περιγράφεται μια τραγωδία, ψύχραιμα και από απόσταση... Αυτό που γράφτηκε όμως εκείνη την εποχή στις ψυχές χιλιάδων ανθρώπων... 0 πόνος και η δυστυχία που πήραν μαζί τους για μοναδική προίκα, είναι σίγουρο πως δεν θα μπορέσει να καταγραφεί σε κανένα χαρτί, όσο φιλότιμη κι αν είναι η προσπάθεια που γίνεται...
«Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις» γράφει η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα Χώματα». Αρχίζω έτσι, ένα κείμενο που ξέρω πως λίγα θα μπορέσει να πει... κι ας είναι και φιλότιμο... Αρχίζω έτσι από σεβασμό, γιατί είναι το μόνο που μπορώ να καταθέσω...
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε μια ελληνική τραγωδία, ίσως μοναδική στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Πολλοί δικαιολογημένα τη θεωρούν ως τη μεγαλύτερη και χειρότερη καταστροφή για τον ελληνισμό, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ένα ταξίδι δίχως επιστροφή, ένας τυφώνας που πέρασε και τα σάρωσε όλα. Ψυχές που βουτήξανε στην κόλαση κι άλλες που κουβαλήσανε την κόλαση μαζί τους. Μια καταστροφή που το μόνο που άφησε πίσω της ανοιχτό ήταν ένα μονοπάτι για να πηγαινοέρχονται οι μνήμες... κι όταν ακόμα κι από κει η παρηγοριά δεν ερχότανε τότε άκουγα τη γιαγιά μου να σιγολέει: περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις. Όμως, ποτέ δεν την είδα να κλαίει, ούτε καν να έχει σκυφτό το κεφάλι για να ανοίξει δρόμο στο δάκρυ...
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν άλλους τρόπους να ξαλαφρώνουν...
Σηκώνανε το κεφάλι ψηλά μ' εκείνα τα μάτια που ακόμα μέσα τους αντιφέγγιζαν οι φωτιές της Σμύρνης και το βλέμμα τους συναντιόταν με τον ορίζοντα... και σ' εκείνο το ήσυχο αγνάντεμα, δεν ήξερες αν ψάχνανε να δουν κάπου στο βάθος να ξεπροβάλλει η εικόνα του τόπου τους ή αν μ' αυτόν τον τρόπο ξορκίζανε το παρελθόν και καλοπιάνανε το μέλλον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημα του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά. Έλληνες που είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
τος 1922 και οι Τούρκοι βρίσκονται ξεσηκωμένοι από τον καινούργιο τους αρχηγό, τον Κεμάλ Ατατούρκ. Έχοντας την υποστήριξη των συμμάχων, αποφασίζουν να διώξουν όλους τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Λεηλατούν όλες τις ελληνικές περιοχές και η μόνη ελπίδα των Ελλήνων είναι να φύγουν για την Ελλάδα. Όσοι αρνιούνται να φύγουν σφάζονται, οι άντρες από 18 έως 35 ετών φυλακίζονται και οι γυναίκες βιάζονται ή κρατιούνται ως δούλες.
«...Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή ! Σφαγή !
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφταστεί
-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! ΄Ενας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι! -Τσέτες!
Μας σφάζουνε!
-Έλεος!...».
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1922, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώνεται η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Με τη Σμύρνη στις φλόγες και την απελπισμένη προσπάθεια του μαρτυρικού πληθυσμού της να σωθεί, καταφεύγοντας στα συμμαχικά καράβια, γράφεται η τελευταία σελίδα στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τους «συμμάχους» της στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του μικρασιατικού τυχοδιωκτισμού. Τις μέρες εκείνες διαδραματίζεται ένα από τα πιο απάνθρωπα και αποκαλυπτικά γεγονότα του πολέμου. Οι «σύμμαχοι» της ελληνικής ολιγαρχίας: Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί ανέχονται με τη μεγαλύτερη απάθεια να πετιούνται μπρος τα μάτια τους οι Έλληνες στη θάλασσα. Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν η αρχή της εθνικής μας τραγωδίας. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες εστίες των προγόνων τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουν τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουν κι αδειάζουν και ξαναγεμίζουν. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούν, ξεψυχούν. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
-Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!)».
Έτσι ήρθαν οι παππούδες μου στην Ελλάδα. Ρακένδυτοι, κατεστραμμένοι οικονομικά, αφήνοντας πίσω τους αδέλφια αιχμάλωτα των Τούρκων και μωρά παιδιά που πέθαναν από τις αντίξοες συνθήκες στον δρόμο προς τη σωτηρία. Ένας γκρίζος ουρανός, ολόκληρη η Ελλάδα που μαυροντυμένη θρηνούσε τα παιδιά της. Εκείνα που είχαν χαθεί στην Εκστρατεία και σφαγιάστηκαν ανελέητα κι αυτά που μαρτύρησαν στο Ολοκαύτωμα της Σμύρνης.
«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί».
Και κρύφτηκε... σ' ένα νέο τόπο...
Την περίοδο 1922 - 1924 έφθασαν στη Θεσσαλονίκη πάνω από 270.000 πρόσφυγες που έμελλε να αποτελέσουν τον πυρήνα για ανάπτυξη και πρόοδο. Η μάχη για την επιβίωση ήταν καθημερινή και ασταμάτητη. Η Ελλάδα που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε οικονομικό αδιέξοδο, αγωνιούσε για να αποκαταστήσει χιλιάδες πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει το «προσφυγικό πρόβλημα» όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Στερήσεις, πείνα, κακουχίες, περιπέτειες κι ο θάνατος ν' απλώνει τη σκιά του παντού. Η ελονοσία θέριζε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους και οι θάνατοι που σημειώνονταν καθημερινά έφταναν τους πενήντα.
Χωρίς καμία οργάνωση ή κάποια ιδιαίτερη μέριμνα, τα καραβάνια των προσφύγων που έφταναν έμελλε να αποτελέσουν τον πυρήνα για ανάπτυξη και πρόοδο. Η βιομηχανία, η βιοτεχνία και οι υπηρεσίες απέκτησαν καινούργια πνοή. Η οικονομική ζωή της χώρας επωφελήθηκε και μια καινούργια ανατολή άρχισε να ξεπροβάλλει στη ζωή των χιλιάδων ξεριζωμένων. Όμως οι πρόσφυγες δεν επέδρασαν θετικά μόνο στην οικονομική ζωή της χώρας. Επηρέασαν και την πνευματική της ζωή. Τις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες. Ο μεγάλος μας λογοτέχνης Γεώργιος Σεφέρης, που χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο βραβείο Νόμπελ, ήταν από τη Μικρά Ασία. Ο Ηλίας Βενέζης, ο μεγάλος μας κωμικός Λογοθετίδης αλλά και ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο οποίος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, είναι κάποια ακόμα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Κι όμως, όση η προσπάθεια για να ριζώσουμε κάπου, τόσες και οι μνήμες που μας κρατούν δεμένους μ' αυτά που αφήσαμε. Ανελέητο το παιχνίδι του μυαλού... Κι είναι κι αυτό το «τρομαγμένο πουλί» της Διδούς Σωτηρίου που όταν διαβάζω τα κείμενα της με πείθει πως θέλει να κρυφτεί... μα όταν θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Σμυρνιά, το βλέπω να πετάει πάλι σ' εκείνα τα μέρη... Σα χελιδόνι που επιστρέφει πάντα στη φωλιά του την Άνοιξη...
Αχ, βρε γιαγιά, δεν κατάλαβα ποτέ πως χώραγες τόσες Άνοιξες μέσα σε μία μέρα...
«Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!».
Έλενα Δημητράκη Φοιτ. Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών στον Ελλ. Πολιτισμό Περιοδικό διακονία.gr Αύγουστος 2008
Tags: