Αγαπητοί μου αδελφοί,
Στη σελίδα αυτή με τη Χάρη του Θεού αποφασίσαμε να απαντούμε σε διάφορα λειτουργικά και τελετουργικά θέματα που απασχολούν τους πιστούς μας. Εάν κι εσείς έχετε μία ερώτηση επί λειτουργικών ή τελετουργικών θεμάτων της ορθοδόξου λατρείας μας μπορείτε να τις θέσετε μέσω της σελίδας επικοινωνίας μας, και εμείς συν Θεώ θα απαντούμε στο ερώτημα σας κατόπιν έρευνας.
Ιερές Ακολουθίες – Ειδικές ευχές
Πόσες φορές μπορεί να τελεσθεί το Ευχέλαιο; Όσο πιο πολλά Ευχέλαια τελούνται τόσο πιο καλά;
Τα ερώτημα αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με πολύ προσοχή. Τα μυστήρια πρωτίστως πρέπει να σημειώσουμε δεν λειτουργούν μαγικά. Απαραίτητος παράγοντας που πρέπει να διακρίνει τους ανθρώπους είναι η πίστη στο θεό και την Εκκλησία. Και αυτή η πίστη όταν υπάρχει, γεννά την ελπίδα ότι ο θεός σώζει και μάλιστα δια των μυστηρίων Του. Πολλοί άνθρωποι παρασύρονται πολλές φορές από μάγους οι οποίοι προτρέπουν τους ανθρώπους να τελέσουν επτά φορές το Ευχέλαιο στο σπίτι τους. Επίσης και πολλοί Παλαιοημερολογίτες το ίδιο τονίζουν. Όμως εδώ πρέπει να πούμε ότι δεν σώζει η ποσότητα των μυστηρίων όσο εκείνο που σημειώσαμε παραπάνω. Και αυτό είναι το πώς προσεγγίζουμε τα ιερά μυστήρια και τι περιμένουμε από αυτά.
Για παράδειγμα ένας επισκέπτεται έναν μάγο και του ζητά να του πει πώς μπορεί να κερδίσει στο λαχείο. Εκείνος τον συμβουλεύει να τελέσει επτά ευχέλαια! Εξ αρχής ο τρόπος της συλλήψεως και της εκτελέσεως της παραπάνω εντολής είναι πλανεμένος, διότι και εκατόν επτά ευχέλαια να τελέσει ο άνθρωπος δεν θα καταλάβει το βαθύτερο νόημα του μυστηρίου, επειδή έχει συγκεχυμένες ιδέες περί της ενεργείας του. Από τη μία μάγος είναι αυτός πού υπέδειξε τη τέλεση του Ευχελαίου και από την άλλη μαγική είναι και η αντίληψη για την ενέργεια του μυστηρίου πάνω στον άνθρωπο. Έτσι όμως δεν προσεγγίζονται τα ιερά μυστήρια. Κι όσες φορές κι αν τα προσεγγίσει με τον παραπάνω τρόπο ο άνθρωπος, δεν θα γευθεί τίποτα απ’ όσα αυτά μπορούν να του προσφέρουν. Οι ιερείς σε κάθε περίπτωση πρέπει να ελέγχουν τις επιθυμίες των ανθρώπων και να εξετάζουν επισταμένως, γιατί επιθυμούν την τέλεση των ιερών μυστηρίων και εν προκειμένω του μυστηρίου του Ευχελαίου. Και φυσικά όταν δεν υπάρχει ίχνος πνευματικότητος εκ μέρους αυτού πού ζητά τα Ευχέλαιο, ο ιερεύς δεν θα πρέπει να ενδίδει σε τέτοιου είδους επιθυμίες.
Μας διηγήθηκε κάποια φορά κάποιος ευλαβής ιερέας ότι κάποτε μια κυρία τον πλησίασε και του ζήτησε να της τελέσει το μυστήριο του Ευχελαίου στο σπίτι της. Μάλιστα για να πείσει τον ιερέα χρησιμοποίησε και διάφορα ονόματα άλλων επιφανών κληρικών. Ο ιερεύς πειθόμενος στα λεγόμενα της κυρίας πήγε στο σπίτι της. Όταν έφθασαν στο σπίτι της είπε στην κυρία να ετοιμάσει τα δέοντα για το ευχέλαιο. Αυτή δεν γνώριζε τίποτε! Τότε ο ιερεύς της ανέφερε όλα τα υλικά και στο τέλος αφού της ζήτησε κι ένα μπολ με αλεύρι η κυρία γύρισε και του είπε: “Πάτερ Θα ζυμώσουμε;”. Δεν ήξερε όχι μόνον τι είναι Ευχέλαιο άλλα έβαλε και σε δύσκολη θέση και τον Ιερέα ο όποιος στο εξής συνεβούλευε τα πνευματικά του παιδιά-ιερείς να προσέχουν και να ερευνούν, ποιος είναι ο χριστιανός πού ζητά το Ευχέλαιο και να εξετάζουν την επιθυμία του γι’αυτό.
Οι μάγοι υποκινούμενοι από τον πονηρό δαίμονα προσπαθούν να παγιδεύσουν τους αφελείς και ακατήχητους χριστιανούς χρησιμοποιώντας πολλές φορές τα ιερά μυστήρια. Ως εκ τούτου χρησιμοποιούν και το Ευχέλαιο ως μέσο, για να δείξουν στους ανθρώπους πόσο εκτενείς και κουραστικές είναι οι ακολουθίες της Εκκλησίας, ώστε να μην εκκλησιάζονται. Επίσης και τη χρίση του ελαίου την αποδέχονται ως μέσο σωτηρίας των ανθρώπων, για να αποδεχθούν αργότερα (ενν. οι άνθρωποι) και τα των μάγων γητεύματα. Ο διάβολος έχει πολλά πόδια όπως λέγει ο λαός του Θεού και απαιτείται πολλή προσοχή και σύνεση στην τέλεση των μυστηρίων. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να τελεσθούν στη σειρά επτά ευχέλαια σε καμιά απολύτως περίπτωση. Οι τέτοιου είδους συμβουλές δεν συμβαδίζουν με το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνιστούν προϊόντα και γεννήματα μαγικής αντιλήψεως, προλήψεων και δεισιδαιμονιών περί των ιερών μυστηρίων. Και είναι βέβαιο ότι ποτέ οι μάγοι δεν συμβουλεύουν τους ανθρώπους να εξομολογούνται και να μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων, γιατί μ’ αυτά ξεδιαλύνει την πλάνη ο άνθρωπος, αλλά χρησιμοποιούν τα άλλα μυστήρια ως είναι το Ευχέλαιο, ιδιαιτέρως όταν ανεξέλεγκτα τελείται από τους ιερείς, για να πλανήσουν και όχι να οικοδομήσουν τον άνθρωπο. Οι μάγοι που δίνουν τέτοιες συμβουλές στους ανθρώπους χρησιμοποιούν μόνο τον τύπο της Εκκλησίας, ενώ την ουσία που είναι η πιο βασική, την απορρίπτουν. Για τον λόγο αυτό συμβουλεύουν πολλά ευχέλαια, ποτέ όμως μετάνοια και θεία Ευχαριστία.
Προσοχή λοιπόν μεγάλη. Πάντα να πειθόμεθα όλοι οι πιστοί στους άγρυπνους φύλακες της Εκκλησίας μας που είναι οι ποιμένες μας, επίσκοποι και πρεσβύτεροι. Και φυσικά να μην συγχέουμε τα μυστήρια με τις ακολουθίες. Πολλές φορές υπάρχει ανάγκη για αγιασμό και ζητούμε ευχέλαιο. Κάθε μυστήριο και κάθε ακολουθία της Εκκλησίας μας έχουν τον σκοπό τους πού και γιατί τελούνται.
Τι είναι το Αντίδωρον;
Το Αντίδωρον είναι ευλογημένος άρτος που βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία (γι’ αυτό και ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω). Κατά την ώρα που γίνεται η ακολουθία της προσκομιδής προφέρονται άρτοι (πρόσφορα), συνήθως τρία ή πέντε για να εξαχθούν οι μερίδες των εννέα ταγμάτων. Πρώτα εξάγεται ο αμνός Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων. Πρώτα εξάγεται ο αμνός που συμβολίζει και τυποί το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή πάντων και πασών των αγίων της Εκκλησίας (πρόκειται για εννέα τριγωνικές μερίδες) Τέταρτον εξάγεται η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου (Πατριάρχου, Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου για τα δεδομένα της Ελλάδας) και πέμπτον εξάγονται οι μερίδες των ζώντων και κεκοιμημένων, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης Εκκλησίας (πρόκειται για μαργαρίτες, μικρά δηλ. ψίχουλα). Τα υπόλοιπα των άρτων (προσφόρων) που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα. Το μέγεθος των Αντιδώρων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, «πάντες εκείνου (ενν. του Σώματος και Αίματος Χριστού, δηλ. του Δώρου) ικανοί μεταχείν τούτο (δηλ. το αντίδωρον) δίδονται αντ’ εκείνου» (Συμεών Θεσ/νίκης, P.G. 155, 301D), που είναι και το κύριο Δώρον της Εκκλησίας. Η μετοχή στον αγιασμό του Θεού έρχεται σε κάθε πιστό άνθρωπο μέσα από τα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Ο άνθρωπος ανάγεται στα Θεϊκά μέσα από τα αισθητά. Για τον λόγο αυτό και το Αντίδωρο που είναι μετοχή αγιασμού Θεού γίνεται με τη μετάληψη αυτού του αισθητού άρτου. Σχετικά ο άγιος Συμεών Θες/νίκης αναφέρει: «Επεί δε και δι’ αισθητών τινών ως σώμα περικειμένοις τον αγιασμόν έδει λαβείν, δια του αντιδώρου γίνεται» (Συμεών Θεσ/νίκης. P.G. 155, 745D).
Η Εκκλησία ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά Δώρο, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η ίδια δεν επιθυμεί όμως και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρον μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους του αναξίους της μετοχής. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «ηγιασμένος» γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος (ο άρτος) με τη λόγχη και δέχθηκε από το λειτουργούντα και προσκομίζοντα Ιερέα τα άγια λόγια. Ο άγιος Συμεών Θεσ/νίκης αναφέρει «’Επεί και ηγιασμένος εστί και ούτος άρτος, σφραγιζόμενός τε τη λόγχη, και ιερά δεχόμενος ρήματα» (Συμεών Θεσ/νίκης P.G. 155, 304Α). Πρόκειται περί «δωρεάς θείας πάροχον» (Συμεών Θεσ/νίκης P.G. 155, 304Α).
Το Αντίδωρο τρώγεται εκείνη την ώρα που λαμβάνεται, όταν ο χριστιανός που το λαμβάνει είναι από το πρωί νηστικός. Πάντως κανένας πιστός δεν πρέπει να αναχωρεί από το ναό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να λάβει το Αντίδωρον από το χέρι του λειτουργούντος Ιερέως. Είναι κακή συνήθεια να διανέμεται το Αντίδωρο στο παγκάρι από τους Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους που είναι λαϊκοί, είτε να λαμβάνεται δι’ αυτοεξυπηρετήσεως από τους ίδιους τους πιστούς. Λαμβάνοντας μόνος του κανείς το Αντίδωρο στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία του Λειτουργούντος Ιερέως. Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι δε (πιστοί) συν ευλαβεία πάση δέχονται (το Αντίδωρον) και καταφιλούν την δεξιάν, ως αν προσφάτως αψαμένην του Παναγίου Σώματος του Σωτήρος Χριστού και τον εκείθεν αγιασμόν και δεξαμένην και μεταδούναι τοις ψαύουσι δυναμένην» (Νικολάου Καβάσιλα, Εις ερμηνείαν της Θείας Λειτουργίας, κεφ. μστ΄). Επειδή για το πρόσφορο υπάρχει ο συμβολισμός ότι θεωρείται το σώμα της Παναγίας, για αυτό το σχήμα του προσφόρου είναι στρογγυλό, ομοιάζοντας με την κοιλιά της Παναγίας απ’ την οποία εξάγεται ο Χριστός, ομοίως και το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου Παναγίας.
Ο ιερέας όταν μοιράζει το Αντίδωρο στους πιστούς λέει την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε», σε κάθε χριστιανό που προσέρχεται. Και με την ευχή αυτή προσφέρει μία ακόμη ευλογία, στις άλλες δύο που είναι αυτό τούτο το Αντίδωρο και ο ασπασμός του χεριού του.
Πολλοί πιστοί ζητούν, κατά την στιγμή που λαμβάνουν την προσωπική τους μερίδα Αντιδώρου από τον Ιερέα, να λάβουν και άλλα περισσότερα Αντίδωρα γιατί θέλουν να μεταλαμβάνουν από αυτό όλες τις ημέρες της εβδομάδας που δεν μπορούν να μετέχουν στην Εκκλησία. Καλή και ευλογημένη αυτή η συνήθεια. ¨όμως το Αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρον. Εκτός του εκκλησιασμού ποια η θέση του;
Ακόμη συνηθίζεται από πολλούς Ιερείς, εξαιτίας παλαιοτέρων συνηθειών από προκατόχους Ιερείς, να μοιράζουν μαζί με το Αντίδωρον τα λεγόμενα «Υψώματα». Το «Ύψωμα», κατ’ ακρίβειαν της λέξεως, είναι ό,τι υψώνεται από τους άρτους στην Αγία Πρόθεση και προσκομίζεται. Η δικαιολογία από μερίδα κληρικών που διανέμουν «Υψώματα» εστιάζεται στο γεγονός ότι αποτελούν «πνευματικά έπαθλα» για όσους εκ των πιστών ενασχολούνται με τα άγια πράγματα της Εκκλησίας. Η διανομή των «Υψωμάτων» διατείνονται μερικοί ότι δημιουργεί άμιλλα πνευματικού χαρακτήρα.
Αλλά πάλι εκ των πιστών, σε περιόδους νηστείας βαστούν το λεγόμενο «τριήμερο» και δεν τρώνε για τρεις ημέρες τίποτε άλλο παρεκτός του Αντιδώρου κάθε πρωί ή κατά Θ΄ Ώρα, δηλ. στις 3 μ.μ. Όλες αυτές είναι ευλογημένες συνήθειες που προέρχονται από την εκτίμηση της σημασίας και της αξίας που έχει ο ευλογημένος αυτός άρτος της προσφοράς. Ο Μέγας Αγιασμός των Θεοφανείων πίνεται πριν από την λήψη του Αντιδώρου.
Ακόμη υπάρχει η ευλαβική συνήθεια μερικών πιστών να ζητούν το ύψωμα της Θείας Λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης για ευλογία για όλο το χρόνο. Αυτή η πράξη φαίνεται ότι έχει επιδράσει από την εξαγωγή του αμνού της Μεγάλης Πέμπτης για τη Θεία Κοινωνία των ασθενών. Κι αυτή η συνήθεια εντάσσεται στην απλοϊκή ευλάβεια των πιστών.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε και την σημασία της μετ’ ευλαβείας βρώσεως του Αντιδώρου που δείχνει και τον προσωπικό, κατ’ επίγνωση σεβασμό του εσθιόντος «μετά φόβου Θεού».
Πολλοί εκ των πιστών, κληρικοί και λαϊκοί, ερωτούν εάν οι ευχές του Ευχολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι όλες σωστές ή όχι, και ποιό είναι το κριτήριο της ενσωμάτωσης αυτών στο Ευχολόγιον;
Το ερώτημα εάν οι ευχές είναι σωστές ή όχι, μπορεί να απαντηθεί με ένα άλλο ερώτημα του τύπου: Ποια είναι η χρηστική σημασία του εν χρήσει σήμερα «Μικρού Ευχολογίου» του επισήμου οργανισμού εκδόσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλ. της Αποστολικής Διακονίας που τυγχάνει, κοινώς αποδεκτός και απ’ όλες τις ελληνόφωνες Εκκλησίες και Ορθόδοξα Πατριαρχεία;
Όταν η επίσημη Εκκλησία θεσμοθετεί και αποφασίζει Συνοδικά τα λειτουργικά βιβλία της αυτό σημαίνει ότι η αποδοχή αυτών (ενν. των λειτουργικών βιβλίων) εκ μέρους των κληρικών που υπάγονται στη συγκεκριμένη Συνοδική Εκκλησία είναι κανόνας προς τήρησιν. Άρα η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι μήπως θα πρέπει η επίσημη Εκκλησία να επαναπροσδιορίσει τα του Ευχολογίου της, σε νέα βάση, απαλείφοντας ορισμένες ευχές που δεν έχουν ορθόδοξες θέσεις, ως είναι για παράδειγμα οι συγχωρητικές ευχές εις κεκοιμημένους εις πάσαν αράν και αφορισμόν1;
Για να γίνει αυτό απαιτείται θέληση εκ μέρους της Διοικούσης Εκκλησίας και φυσικά πολύ, μα πάρα πολύ δουλειά, όχι από έναν ή δύο εξειδικευμένους, αλλά από πολλούς ειδικούς….
Τίθεται όμως πολλές φορές στην ποιμαίνουσα Εκκλησία και εν προκειμένω στην Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της θείας Λατρείας το ερώτημα: Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να επικροτεί τη νέα συγγραφική ποιητική και ευχολογική παραγωγή ή πρέπει να παραμένει στα μόνα υπάρχοντα και ήδη από αιώνων αποτυπωμένα στους χειρογράφους κώδικες και έντυπα Ευχολόγια, ευχές και ποιήματα; Και αν ναι, δηλ. αν αποδέχεται τις νέες παραγωγές, ποιος είναι εκείνος που κρίνει ότι κάτι πρέπει να εισαχθεί στα λειτουργικά μας βιβλία; Μήπως για παράδειγμα ένας εκδοτικός οίκος ή ένας οργανισμός; Μήπως για παράδειγμα ένα εκδοτικός οίκος ή ένας οργανισμός; Μήπως κάποιος ανεξάρτητος εκδότης; Μήπως κάποια Ιερά Μονή; Νομίζω, και ταπεινά το καταθέτω εκ πείρας, ότι η ανάθεση διορθώσεων ή επαυξήσεων των λειτουργικών βιβλίων ανατίθεται συνήθως σε ένα πρόσωπο, κατά πάντα αποδεκτό, εκ του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Είναι όμως κι αυτό σωστό; Κάπως έτσι με τον ίδιο τρόπο έγιναν όλες οι εκδόσεις και γίνονται μέχρι και σήμερα2.
Στην ως άνω τοποθέτηση μπορεί να αντιτάξει κάποιος και να πει ότι κάπως έτσι ανέλαβε τη διόρθωση όλων των εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων με παρότρυνση και κατόπιν έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός. Η αλήθεια είναι αυτή, όμως ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός ήταν «καλόγερος» δηλ. μοναχός και είχε άμεση τριβή και εξοικείωση με τα χειρόγραφα των πλουσίων Βιβλιοθηκών του λειτουργικού θεματοφύλακα του Αγίου Όρους και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσης, της μουσικής με ότι αυτό συνεπάγεται, ακόμη της εκκλησιαστικής ποιήσεως και τέλος και το κυριότερο της λειτουργικής ζωής. Ήταν χαρισματικός. Αυτό που η ιστορία των λειτουργικών βιβλίων απέδειξε είναι ότι όλοι οι εκδότες εκ του προχείρου εξέδιδαν τα λειτουργικά βιβλία, κατά το δοκούν, αναθέτοντας δε πολλές φορές τις διορθώσεις σε φιλολόγους, θεωρώντας ότι η γνησιότητα αυτών των κειμένων εξαρτάται μόνο από το γραμματικώς αλάνθαστο!
Για τον λόγο αυτό φρονώ και πάλι ταπεινά, ότι το Ευχολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας θα πρέπει να περιβληθεί από την διοικούσα Εκκλησία με ιδιαίτερη φροντίδα, μεράκι και υπευθυνότητα. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να συσταθούν ειδικές επιτροπές που θα ασχοληθούν κριτικά με το «Ευχολόγιον». Ως τότε, εκόντες άκοντες θα υπομένουμε να ακούμε το τραγικό των ευχών: «Και είτε υπό κατάραν πατρός ή μητρός, είτε τω ιδίω αναθέματι υπέπεσεν ο δουλός σου ούτος, είτε τινά των ιερωμένων παρεπίκρανε, και παρ’ αυτού δεσμόν άλυτον εδέξατο, είτε υπό Αρχιερέως βαρυτάτω αφορισμώ περιέπεσε, και αμελεία και ραθυμία χρησάμενος, ουκ έτυχε συγχωρήσεως, συγχώρησον αυτώ δι’ εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου…»3.
1 Βλ. Μικρόν Ευχολόγιον, εκδ. ιδ΄Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1999.
2 Πβλ. Νέα έκδοση του Μικρού Ευχολογίου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. ΙΣΤ΄Αθήνα 2004, επιμέλεια του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Φαναρίου κ. Αγαθαγγέλου.
3 Μικρόν Ευχολόγιον, εκδ. ιδ΄Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 252.
Λειτουργικές επισημάνσεις για το «Ευχολόγιον»
Το λειτουργικόν βιβλίον «ΕΥΧΟΛΟΓΙΟΝ» δεν είχε τη μορφή που σήμερα έχει. Ήταν πάντοτε ένα λειτουργικό βιβλίο που χρησιμοποιούνταν από αρχιερείς και ιερείς σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο. Για παράδειγμα το Ευχολόγιο μιάς Μονής περιελάμβανε μόνο εκείνες τις ευχές που είχαν σχέση με τη μοναστική ζωή, δηλ. περιελάμβανε οπωσδήποτε την ακολουθία του Μεγάλου Αγγελικού Σχήματος και όχι φυσικά ευχές γεννήσεως νηπίων και λεχώνων. Κάθε αρχιερεύς είχε την προσωπική του συλλογή ευχών, εκείνες που χρειάζονταν κατά την ενάσκηση των λειτουργικών του απαιτήσεων. Άρα το Μεγάλο Ευχολόγιο ή επιτομή αυτού, δηλ. Το Μικρόν Ευχολόγιον, δεν αποτελεί εξ αρχής ένα συγκεκριμένο σώμα ευχών με συγκεκριμένες ευχές για διάφορες περιπτώσεις της ζωής των πιστών, αλλά η ποσότητα των ευχών άλλαζε κατά καιρούς με νέες προσθήκες ευχών αναλόγως των περιστάσεων που απαιτούσε ο σύγχρονος βίος και οι απαιτήσεις των πιστών. Για παράδειγμα σήμερα γίνονται νέα έργα εξυπηρετήσεως των ανθρώπων, όπως το Μετρό. Όταν καλείται η Εκκλησία να εγκαινιάσει κάποιο τέτοιο ή παρόμοιο σύγχρονο έργο πρέπει να διαβάσει και μια σχετική ευχή. Αυτό κάνει η ποιμαίνουσα Εκκλησία. Κάποιος ποιμένας, αριχερέας ή ιερέας συγγράφει ή αναθέτει σε κάποιον ειδικό υμνογράφο τη σύνταξη μιας νέας ευχής. Αυτή η νέα ευχή μπορεί να έχει μεγάλη διάδοση στους εκκλησιαστικούς κύκλους αναλόγως της μεγάλης χρησιμότητάς της που η ανάγκη των περιστάσεων απαιτεί. Έτσι για παράδειγμα η ευχή της πίτας προς τιμήν του αγίου Φανουρίου που συνεγράφη από τον Σεβ. Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κυρό Τιμόθεο Ματθαιάκη (στο Ευχολόγιό του περιλαμβάνει εξειδικευμένες ευχές) έλαβε μεγάλη διάδοση, εξ αιτίας της ανάγκης και απαιτήσεως των πιστών να διαβάζονται οι φανουρόπιτες σε όλους τους Ιερούς Ναούς. Κατόπιν υπήρξαν και άλλοι ποιητές που συνέγραψαν και δεύτερη και Τρίτη και τέταρτη ευχή και πιθανόν παραπάνω επί ευλογίας πίτας Αγίου Φανουρίου. Κι αυτό είναι παραδοσιακό το να υπάρχει και δεύτερη και Τρίτη ή ακόμη και περισσότερες ευχές πράξη δόκιμη της Εκκλησίας μας πιθανόν για εναλλαγή ή διαφορετική επιλογή, όπως διαπιστώνεται από μια απλή και μόνο φυλλομέτρηση του Ευχολογίου της Εκκλησίας μας. Άρα καταλήγουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση οι ευχές λειτουργούν τοπικά και ακολούθως αναλόγως της χρησιμότητάς τους μπορούν να επεκταθούν και παγκοσμίως. Η υιοθέτηση μιας ευχής ή ακόμη και περισσοτέρων ευχών στο επίσημο Ευχολόγιον, έχουμε νέες προσθήκες, στις ήδη παλαιές ευχές. Κάποιες ευχές από τις παλαιές που υφίστανται μέχρι σήμερα στο Ευχολόγιον παραμένουν σε αχρηστία, ενώ κάποιες νεώτερες χρησιμοποιούνται κατά κόρον.
Άρα λοιπόν το «Ευχολόγιον» θα κατέληγα να σημειώσω ότι είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενον λειτουργικό βιβλίο και δεν πρέπι να επιδέχεται «ιεροποιήσεις». Και φυσικά ότι ανθρώπινο και τρεπτό. Ότι ανθρώπινο και πιθανόν κάποιες φορές εκ ζήλου λανθασμένου. Αυτό όμως ας το κρίνει η ιστορία, ή μάλλον το Ευχολόγιο ή κάποιες από τις εκδόσεις του κρίνονται από τους χρήστες αυτών (ενν. των βιβλίων) που είναι οι ιερείς μας. Ο κάθε ποιμένας μπορεί και πρέπει να έχιε την ελευθρερία να χρησιμοποιεί ευχές και δεήσεις που κρίνει ο ίδιος κατά περίσταση και που πιθανόν η εν αγίω Πνεύματι φώτισή του να μην έχει αποτυπωθεί σε κανένα χειρόγραφο ή έντυπο ευχολόγιο. Αυτό φαίνεται ότι αποδεικνύει η πορεία της Εκκλησίας μας.
Η δια Συνοδικής Αποφάσως έγκριση προς έκδοση του «Ευχολογίου» της Εκκλησίας μας έχει το θετικό στοιχείο της θεσμοθέτησης των ευχών από αλλοιώσεις που τυχόν μπορεί να παρεισεφρύσουν, είτε από αδαείς κληρικούς, είτε από επιτήδειους αιρετικούς, που η ιστορία απέδειξε ότι δυστυχώς υπήρξαν και υπάρχουν. Όμως το Πανάγιον Πνεύμα συνεχώς θα φωτίζει και νέους υμνογράφους και συντάκτες ακολουθιών και ευχών να συγγράφουν εν αγίω Πνεύματι τα ποιήματά τους προς δόξαν Θεού.
Η Ιερά Σύνοδος οφείλει εκ των υστέρων να θεσμοθετεί ενσωματώνοντας τέτοιες ευχές στα λειτουργικά της βιβλία, αναλόγως των λειτουργικών της αναγκών και απαιτήσεων. Πάντως χρειάζεται και εκ της Ιεράς Συνόδου δια των Επιτροπών της κατά τη σύνταξη του «Ευχολογίου» της που ήδη ανακοινώθηκε ότι θα προβεί στην έκδοσή του να εκκαθάρει ότι άχρηστο και να κρατήσει ότι σωστό ή ακόμη και να το επαυξήσει λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τις νέες απαιτήσεις της ζωής των πιστών.
Περί Μνημοσύνων και Κηδείας
Πρέπει ν’ ανάβουμε κανδήλι και κεριά στους τάφους των κεκοιμημένων μας και γιατί;
Το άναμμα του κανδηλιού στους τάφους των κεκοιμημένων μας, αλλά και γενικά στα σπίτια των χριστιανών δεν έχει να κάνει με μια φολκλοριστική διαιώνιση κάποιας τυπικής παραδόσεως. To κανδήλι είναι σύμβολο και το φως που εκπέμπει συμβολίζει το φώς του Χριστού, την ίδια την παρουσία του Κυρίου στη ζωή μας, άλλα και την ελπίδα για την αιώνια ζωή, τη ζωή όπως λέγεται του ανεσπέρου φωτός. Ως σύμβολο λοιπόν το κανδήλι λειτουργεί στη ζωή των πιστών αναγωγικά, όπως και όλα τα άλλα είδη ευλαβείας· άναμμα κεριών, προσφορά θυμιάματος κ.τ.λ. Στην Πάλαια Διαθήκη ο θεός προστάζει το Μωυσή να συμβουλέψει τον αδελφό του ως εξής: «Δώσε εντολή στον Ααρών και τους υιούς του ν’ ανάψουν ακοίμητο λυχνάρι… από το απόγευμα μέχρι το πρωί μπροστά στον Κύριο με προσοχή αυτό πού ορίζεται από το νόμο και είναι αιώνιο σ’ όλες τις γενεές σας»1. Η συνήθεια της τοποθετήσεως των κανδηλιών στους τάφους και τα σπίτια αποτελεί πράξη ευλάβειας των χριστιανών που «ευαρεστεί τον Θεόν και τους Αγίους κι ανακουφίζει μαζί τις ψυχές των πεθαμένων».2
Για το άναμμα των κεριών στους τάφους των κεκοιμημένων αναφερόμενος ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει ότι: «ανάπτονται κεριά δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ταύτης προσφερόντων, όσον γάρ αυταί ανάπτουσιν εις τον Θεόν και εις τους Αγίους, τοσούτον συγχωρούνται αι αμαρτίαι εκείνων είτε ζώντων είτε κεκοιμημένων, ως είπεν ο Μάρτυς Δημήτριος εις τον αυτού προσμονάριον, τον τας λαμπάδας κλέπτοντα».3 Και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συμβούλευε: «Αδελφοί μου, να μη λυπάσθε δια τούς αποθαμένους σας, αλλά, αν αγαπάς τον αποθαμένον σου, κάμε ό,τι ημπορέσης δια την ψυχήν του· σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργίες, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνη. Βάνει ο Θεός την ευσπλαγχνίαν του και τον σώνει τον αποθαμένον σας και τον βάνει εις τον Παράδεισον ή είναι ελαφροτέρα η κολασίς του. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τον αποθαμένον σας να τα εβγάλετε, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας».4
1. Λευϊτ. 24, 2-3, Πρωτ. Κείμενο: «Έντειλαι Ααρών και τοις υιοίς αυτού καύσαι λύχνον δια παντός… από εσπέρας έως πρωί ενώπιον Κυρίου ενδελεχώς · νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών».
2. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ. 144.
3. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, υποσ., σ. 145: Αγ. Νικόδημου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Κυριακής του Πάσχα.
4. ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ, σ.235 και ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ, σ.145.
Τι γίνεται ως προς τα τριήμερα μνημόσυνα κεκοιμημένων των οποίων δεν έγινε η ταφή την πρώτη ή τη δεύτερη ή καi την τρίτη ημέρα από της κοιμήσεως των λόγω ανάγκης (εξ αιτίας μακρινών συγγενών πού ζουν στην αλλοδαπή) ή μεσολαβήσεως Σαββατοκύριακοy (αυτό αφορά τις μεγαλουπόλεις όπου τα κοιμητήρια παραμένουν κλειστά);
Τα λειτουργικά έκτροπα που συνδέονται με τα μνημόσυνα
Τελευταία τείνει να επικρατήσει μια συνήθεια ισοπεδώσεως της Παραδόσεως. Έτσι είθισται ορισμένοι από τούς πιστούς μας κατά τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων τους να μην προσκομίζουν στο ναό κόλλυβα αλλά αντί αυτών κουλουράκια, πίτες και διάφορα γλυκίσματα. Αντί του πρόσφορου να προσκομίζουν έτοιμα βιομηχανοποιημένα πρόσφορα. Αντί του προσφερομένου κόκκινου οίνου να προσκομίζουν λευκό οίνο. Αντί της πατερικής φιλανθρωπίας να εμφανίζεται μια τάση επιδείξεως και δωρεάς προ σωματεία και ιδρύματα όχι με σκοπό τη χριστιανική βοήθεια. Στην ίδια σειρά τείνουν να ξεχασθούν και πολλές άλλες ακόμα παραδοσιακές συνήθειες, όπως: συνεχείς μνημονεύσεις των κεκοιμημένων κατά τις Θειες Λειτουργίες· ψυχωφέλιμες επισκέψεις στα κοιμητήρια αφ’ ενός μεν για τη φιλοσόφιση του μυστηρίου του θανάτου και αφ’ ετέρου δε για την κοινωνία μετά των κεκοιμημένων μας· προσφορά προσφόρων καθ’ όλη τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους ιδιαιτέρως δε κατά τα ψυχοσάββατα· δωρεές και φιλανθρωπίες στα εκκλησιαστικά καθιδρύματα και τέλος τακτική τέλεση θείων Λειτουργιών, Τρισαγίων και προσευχών.
Συνηθίζεται σήμερα το κόλλυβο να ανατίθεται στα γραφεία μνημοσύνων και οι συγγενείς να εφησυχάζουν ότι εκτελούν το χρέος προς τον κεκοιμημένο τους. Οι ναοί, όταν τελούνται μνημόσυνα τείνουν να μοιάζουν με ανθόκηπους. Υπάρχει μια συνήθεια Δυτικής προελεύσεως να ωραιοποιείται ο θάνατος ή με οποιοδήποτε τρόπο να περνά απαρατήρητος από τους ζωντανούς ανθρώπους. Η συνήθεια αυτή των μεγάλων στολισμών πρέπει να περικοπεί και να επικρατήσει το πατερικό μέτρο. Ειδικότερα, χρειάζεται μια επιστροφή στην παράδοση που συνίσταται στη γνώση των τελουμένων κατά τα μνημόσυνα καθώς και στην ωφέλεια που πρέπει κι επιβάλλεται να κομίζουν πρωτίστως οι μεν κεκοιμημένοι μας από αυτά, δευτερευόντος δε και οι επιτελούντες αυτά. Στα παραπάνω πρέπει να τονίσουμε και τη σημασία της συμμετοχής των συγγενών των κεκοιμημένων στη Θεία Ευχαριστία, η οποία συνδέεται άρρηκτα με το μυστήριο της μετανοίας. Δυστυχώς, συνηθίζεται σήμερα πολλοί από τους πιστούς μας όταν πρόκειται να τελέσουν το μνημόσυνο συγγενών τους, να μην προσέρχονται από νωρίς στο ναό, όπου τελείται το μνημόσυνο αλλά να παρίστανται την τελευταία στιγμή που θα διαβαστεί μόνο το δικό τους μνημόσυνο. Με αυτό τον τρόπο παραβλέπεται ένας βασικός παράγοντας που ορίζει ότι η τέλεση του μνημοσύνου συνδέεται άρρηκτα με την προσφορά της αναιμάκτου Ευχαριστίας υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων. Αυτό πάλι έχει σαν προϋπόθεση ότι το μνημόσυνο πρέπει να συνδυάζεται με προσευχή και προετοιμασία, για την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δηλαδή κοινωνία του Ποτηρίου μέσα στο όποιο συνευρίσκεται η αληθινή κοινωνία των ζώντων και των κεκοιμημένων εν ονόματι του εν Τριάδι θεού μας. Όταν λοιπόν έχουμε μνημόσυνο, οφείλουμε κυρίως για τον κεκοιμημένο μας να βρισκόμαστε από νωρίς στο ναό, να προσευχόμαστε υπέρ αναπαύσεως του καθ’όλη τη διάρκεια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας και οπωσδήποτε να συμμετέχουμε σ’αυτό. Ακόμη και οι φίλοι και γενικότερα οι προσκεκλημένοι στα μνημόσυνα οφείλουν να καταθέσουν ως προσφορά την προσευχή τους, για την ανάπαυση του κεκοιμημένου φίλου τους. Σήμερα συνηθίζουν πολλοί να περιμένουν έξω από το ναό, μέχρι να φθάσει η ώρα να αρχίσει η ακολουθία του μνημόσυνου. Όταν δε αρχίσει το μνημόσυνο παρατηρείται ένας στιγμιαίος συνωστισμός, ποιος θα πρωτοβρεθεί πιο κοντά στο κόλλυβο και ιδιαιτέρως πιο κοντά στα συγγενικά πρόσωπα του κεκοιμημένου, για να δείξει ότι είναι συνεπής σ’ αυτήν την εκδήλωση συμπαθείας, όπως είθισται τελευταίως να αποκαλείται το μνημόσυνο. Όμως το μνημόσυνο έχει ως σκοπό τελέσεως του την προσφορά της προσευχής για την ανάπαυση του κεκοιμημένου. Εάν γίνεται κατά τον τρόπο πού παραπάνω περιγράψαμε μόνο δηλ. ως μια εκδήλωση κοινωνικού χρέους, τότε καμιά ωφέλεια δεν αποκομίζει ο κεκοιμημένος για τον όποιο και τελείται το μνημόσυνο και φυσικά ούτε και οι συμμετέχοντες ωφελούνται από αυτό. Ένα ακόμη στοιχείο που πολλές φορές τείνει να γίνει συνήθεια εις βάρος της ωφελείας των μνημοσύνων είναι και οι αναξίως προσερχόμενοι στα άχραντα μυστήρια. Πολλοί εκ των συγγενών του κεκοιμημένου συμμετέχουν στα άχραντα μυστήρια μόνο για το θεαθήναι και για τα «μάτια του κόσμου». Τη συνήθεια αυτή τη στηλιτεύουν πολλοί από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και υπάρχουν και ιεροί κανόνες που απαγορεύουν την χωρίς προετοιμασία Θεία Μετάληψη.
Μπορεί κάποιος από τους συγγενείς του αποθανόντος να τελέσει κάποιο από τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας όπως γάμου, βαπτίσεως, χειροτονίας, ευχελαίου;
Όλα τα μυστήρια και τις ακολουθίες που τελεί η αγία μας Εκκλησία τα ιερουργεί στην προοπτική της σωτηρίας του ανθρώπου. Ποιά λοιπόν διαφορά ή τι εξεζητημένο κάνει η Εκκλησία με το να ευλογεί παράλληλα μια κηδεία, ή γάμο, ή βάπτιση; Και πάλι τονίζουμε ότι το ερώτημα υποκρύπτει κάποια δόση δεισιδαιμονίας. Άραγε η τέλεση του γάμου ή της βαπτίσεως χρονικά μετά από κηδεία συγγενούς σε ποιά αντίθεση έρχεται με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας; Η απάντηση είναι σε καμία. Ίσα-ίσα περιλαμβάνεται στον κανόνα της Εκκλησίας που αφορά τον αγιασμό όλων των εκφάνσεων της ζωής των παιδιών της, είτε αυτός έχει να κάνει με τις χαρές της ζωής, όπως είναι ο γάμος, η βάπτιση, η χειροτονία, το ευχέλαιο, είτε με τις λύπες όπως είναι η κηδεία και το μνημόσυνο. Όλα τα μυστήρια έχουν τον αγιωτικό τους χαρακτήρα και ως τέτοια πρέπει, να μην διαφοροποιούνται σε ευχάριστα και δυσάρεστα σύμφωνα με τα κοσμικά κριτήρια, αλλά να αντιμετωπίζονται ως αγιαστικά μέσα της χάριτος του Θεού, ως μια παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Αυτή η διαφοροποίηση των ιερών μυστηρίων και ακολουθιών της Εκκλησίας μας ποτέ δεν έγινε από την ίδια την Εκκλησία. Γίνεται από εκείνους τους προληπτικούς και δεισιδαίμονες ανθρώπους που ευχαριστιούνται -την ενεργεία του μισοκάλου διαβόλου- να σκορπίζουν σύγχυση, πανικό και θλίψη στη ζωή των συνανθρώπων τους. Η όλη αυτή κατάσταση τείνει δυστυχώς να εμφανισθεί ως αρρώστια μεταξύ και των πιστών τέκνων της Εκκλησίας κι αυτό οφείλεται στην μη καλή γνώση της κατηχήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Γι’ αυτή την κατάσταση ευθυνόμαστε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί.