Οι Άγγελοι γύρω μας (π. Δημητρίου Μπόκου)

Μια θαυμάσια παραβολή είπε ο Χριστός, για να δείξει ότι μπροστά στον Θεό ο πλούσιος δεν έχει κανένα πλεονέκτημα, αλλά και ο φτωχός κανένα μειονέκτημα. Ένας πλούσιος, ανώνυμος για τον Θεό, πέρασε τη ζωή του με άνεση, ενώ ένας φτωχός, ο Λάζαρος, έζησε στην απόλυτη στέρηση, ριγμένος στην πόρτα του πλούσιου. Μετά θάνατον όμως η κατάσταση αντιστράφηκε άρδην. Ο πλούσιος βρέθηκε στη φλόγα και τα βάσανα του Άδη, ενώ ο Λάζαρος στην άνεση και τη χαρά του Παραδείσου, στην αγκαλιά του Αβραάμ (Κυριακή Ε΄ Λουκά).

Ο πλούσιος δεν έκανε κάποιο ειδικό κακό στον Λάζαρο. Απλώς τον αγνόησε. Δεν θεώρησε πως άξιζε να ασχοληθεί μαζί του. Είχε τη δική του αξιολογική κλίμακα για τον καθένα. Μπροστά του δεν είχαν όλοι την ίδια αξία. Διαβάθμιζε τους ανθρώπους με κριτήρια διαφορετικά από αυτά του Θεού. Έτσι τον φτωχό Λάζαρο δεν τον είχε καν για άνθρωπο. Και ναι μεν, δεν προέβη σε κάποια ενέργεια εναντίον του, θα λέγαμε ότι τον ανέχτηκε κιόλας να ζητιανεύει στην πόρτα του, αλλά και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ γι’ αυτόν. Για τον πλούσιο ο Λάζαρος απλώς δεν υπήρχε.

Ο Χριστός όμως έπραξε το αντίθετο. Διήνυσε την τεράστια απόσταση από τον ουρανό μέχρι τη γη, για να βρει τον φτωχό άνθρωπο. Ήρθε φτωχός ο ίδιος, ξένος και κατατρεγμένος από την στιγμή της Γέννησής του, για να δώσει ανάσα ζωής στους ανθρώπους που δεν είχαν στήριγμα και βοήθεια από πουθενά. «Ευαγγελίσαθαι πτωχοίς απέσταλκέ με» (Λουκ 4, 18). Ήρθα, λέει, για να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο νέο, ότι η Βασιλεία του Θεού είναι πλέον εδώ, παρούσα ήδη γι’ αυτούς. Ο Θεός δεν τους αποστρέφεται, αλλά τους τιμά ιδιαίτερα, καλώντας τους να γίνουν συνδαιτημόνες του, ομοτράπεζοι στο πανευφρόσυνο τραπέζι της Βασιλείας του. Τους θεωρεί όχι δούλους, αλλά αδελφούς του. Και μας καλεί να τους βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο κι εμείς.

Γράφει ο γέροντας Τρύφωνας του Βάσον:

«Κατηφορίζαμε έναν δρόμο του Σαν Φρανσίσκο με έναν ηλικιωμένο επίσκοπο. Μισό τετράγωνο μπροστά ένας άνδρας με βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα ερχόταν προς το μέρος μας. Από τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του φαίνονταν οι πατούσες των ποδιών του. Έπιασα τον επίσκοπο από το μπράτσο για να τον κατευθύνω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνος επέμενε να συνεχίσουμε όπως πηγαίναμε και τότε εγώ είπα, ότι ήταν ανάγκη να περάσουμε απέναντι για να αποφύγουμε τον άντρα με το «σαλεμένο» βλέμμα που μας πλησίαζε. Ο επίσκοπος όμως αγνόησε τις διαμαρτυρίες μου κι έτσι συνεχίσαμε την πορεία μας προς τον βρώμικο άστεγο.

Μόλις ήρθαμε πρόσωπο προς πρόσωπο, ο επίσκοπος σταμάτησε, έσκυψε προς το μέρος του, πήρε τα βρώμικα χέρια του ανθρώπου στα δικά του και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα είκοσι δολαρίων: «Να πάρεις κάτι να φας». Ο άνδρας, που τόση ώρα κοίταζε το έδαφος, σήκωσε τα μάτια του και μας κοίταξε με τα πιο καθαρά γαλανά μάτια που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, χαμογέλασε και πήρε τα χρήματα. Παρατήρησα, ότι εκείνα τα μάτια δεν ήταν μάτια κάποιου τρελού η εξαθλιωμένου ζητιάνου, αλλά μάτια ενός πανέξυπνου ανθρώπου. Ο επίσκοπος απάντησε: «Χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε πάνω σ’ έναν άγγελο». (Μικρά Ἑωθινά, εκδ. Εν πλω, σ. 227).

Μπορούμε να βλέπουμε τον κάθε φτωχό σαν ένα άγγελο, σαν τον ίδιο τον Χριστό;

Καλή ευλογημένη εβδομάδα!

 

«Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Η επαφή (π. Δημητρίου Μπόκου)

Πηγαίνοντας ὁ Χριστὸς νὰ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, θεράπευσε καθ’ ὁδὸν καὶ μιὰ γυναίκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δωδεκαετῆ αἱμορραγία. Ἡ αἱμορροοῦσα (ποὺ κατὰ τὴν παράδοση εἶναι ἡ ἁγία Βερονίκη) θεραπεύτηκε ἀγγίζοντας κρυφὰ τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ (Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ).

Ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸ γεγονὸς αὐτό. Παρὰ τὴν προσπάθεια τῆς αἱμορροούσας νὰ περάσει ἀπαρατήρητη, λόγῳ ντροπῆς ἀλλὰ καὶ φόβου νὰ ἀποδοκιμασθεῖ καὶ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος ὡς νομικὰ ἀκάθαρτη, ὁ Χριστὸς τὴν «ἐκθέτει» δημόσια καὶ τὴν «ἀναγκάζει» νὰ ὁμολογήσει τὴν πράξη της. Σκοπός του βέβαια δὲν εἶναι νὰ τὴν εὐτελίσει, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐκθειάσει. Νὰ τὴν ἀναδείξει, νὰ τὴν ἐπαινέσει, νὰ τὴν ἀποκαταστήσει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο στὰ μάτια ὅσων τὴν περιφρονοῦσαν.

Ὑποκρινόμενος τὸν ἀνήξερο, ρωτάει ποιὸς τὸν ἄγγιξε. Οἱ μαθητές του, ἀπηυδισμένοι ἀπὸ τὸν συνωστισμό, τοῦ λένε: Τί ρωτᾶς τώρα, Χριστέ μου; Τόσος κόσμος στριμώχνεται γύρω σου καὶ πέφτει πάνω σου καὶ σὺ λὲς ποιὸς σὲ ἄγγιξε; Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει: Ἕνας μόνο μὲ ἄγγιξε.

Μὲ πολλοὺς τρόπους οἱ ἄνθρωποι ἀγγίζουμε τὸν Χριστό. Ἡ αἱμορροοῦσα τὸν ἄγγιξε κρυφά, στὴν ἄκρη τοῦ ρούχου του μόνο καὶ ὁ Χριστὸς ἀμέσως τὴ σκέπασε μὲ τὴν εὐλογία του. Καμμιὰ ὅμως ἀνταπόκρισή του δὲν ὑπῆρξε στὰ ἀδιάφορα ἀγγίγματα τοῦ πλήθους. Ἦταν σὰν νὰ μὴν ἔγιναν. Ἐπαφὲς ἀνέπαφες. Ἄγγιξαν καὶ ἄλλοι βέβαια τὰ ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι τὸ ἔκαναν μὲ πίστη, μὲ τὸ φρόνημα τῆς αἱμορροούσας, θεραπεύτηκαν (Ματθ. 14, 36).

Γιὰ ἄλλους ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορο. Οἱ στρατιῶτες ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστό, «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά» του. Ὄχι μόνο ἄγγιξαν, ἀλλὰ καὶ φόρεσαν ἀσφαλῶς τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τοὺς ὠφέλησε αὐτὸ σὲ τίποτε.

Ἄλλοι πάλι ἀκούμπησαν ὄχι μόνο τὰ ἱμάτια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του πάντα. Ἡ πόρνη ἄλειψε μὲ μύρο καὶ καταφίλησε τὰ ἅγια πόδια του, λαμβάνοντας ἄφεση καὶ σωτηρία. Τὸν καταφίλησε καὶ ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ μὲ δόλιο φίλημα. Τὸ πάνσεπτο σῶμα τοῦ Χριστοῦ παραδόθηκε στὸν ὄχλο, στοὺς ὑπηρέτες τῶν φαρισαίων, στοὺς στρατιῶτες. «Ἐπέβαλον ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν» (Μάρκ. 14, 46). Άγγιξαν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του μὲ ἀνίερο φρόνημα. Τοῦ ἔδωσαν ραπίσματα, τὸν ἐκολάφισαν, τὸν ἔντυσαν μὲ ψευδὴ «χλαμύδα κοκκίνην», τὸν μαστίγωσαν, τὸν ἔσυραν πάνω στὸν σταυρό, κάρφωσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του.

Ἀπὸ ὅσους ἄγγιξαν ἔτσι τὸν Χριστὸ κανένας δὲν ὠφελήθηκε. Ζημιώθηκαν ὅλοι. Ἡ ἁγία Βερονίκη ὅμως, ποὺ (κατὰ τὴν παράδοση πάντα) σκούπισε εὐλαβικὰ τὸ καθημαγμένο του πρόσωπο στὴν πορεία του πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, ἔλαβε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα του στὸ μαντήλι της, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν καρδιά της.

Πλησιάζουμε λοιπόν τὸν Χριστὸ μὲ τρόπους πολλούς. Οἱ Χριστιανοὶ βέβαια θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸν «ἀγγίζουμε» σωστά, θεοπρεπῶς, ὅπως ἡ πόρνη καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ δὲν ἀγγίζουμε ἁπλῶς τὰ ἱμάτιά του ἢ τὰ πόδια του, ἀλλὰ τολμοῦμε καὶ παίρνουμε μέσα μας «ὅλον τὸ σῶμα» του μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Ἰσχυριζόμαστε φυσικὰ ὅτι «οὐ φίλημά σου δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας», ἀλλὰ συμβαίνει πράγματι αὐτό; Μήπως τὸν τιμοῦμε μόνο «τοῖς χείλεσιν», ἐνῶ ἡ καρδιά μας «πόρρω απέχει»; (Ἡσ. 29, 13).

Θὰ εἶναι κρίμα τελικά, ἡ ἐπαφή μας μαζί του νὰ μείνει μόνο στὴν ἐπιφάνεια. Ἀλλὰ θὰ εἶναι δραματικὰ τραγικό, ἂν ἀποβεῖ καὶ ἐπιζήμια.

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα! Καλὸ μήνα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Η κατοχή (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὁ Χριστὸς συναντᾶ στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ κατεχόταν ὄχι ἀπὸ ἕνα, ἀλλὰ ἀπὸ λεγεώνα, πλῆθος ὁλόκληρο πονηρῶν πνευμάτων. Ἡ κατοχὴ ἀπὸ τοὺς δαίμονες εἶχε φέρει τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν σὲ ἄθλια κατάσταση. «Ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν». Ὁ σατανᾶς τὸν εἶχε ὑποδουλώσει ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια, ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔσπαζε καὶ ὠθούμενος ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ ἐνέργεια πλανιόταν στὶς ἐρήμους, πλήρως ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερωμένος πιά, ἱματισμένος καὶ σωφρονισμένος, νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ σωτήρα του (Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ).

Ἡ δαιμονικὴ κατοχὴ ὅμως δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀφορᾶ μόνο τὸν δαιμονισμένο. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὴν κατοχὴ αὐτή. Ὅλοι μας, στὸν βαθμὸ ποὺ ὑποκείμεθα στὰ πάθη καὶ ὑποσκελιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἴμαστε σὲ κατάσταση κατοχῆς καὶ δουλείας ἀπὸ τὸν διάβολο. Λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «Ὧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. 2, 19). Ἂν νικηθοῦμε ἀπὸ κάποιο πάθος, ἔχουμε ἤδη ὑποδουλωθεῖ σ’ αὐτό. Ἡ τέλεση τῆς ἁμαρτίας γεννᾶ τὴν κακὴ ἕξη μέσα μας, τὴν ὑποδούλωση στὸν διάβολο, ποὺ ὑποκινεῖ ἔτσι ἀοράτως τὰ πάθη μας.

Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ διώξει ἀπὸ μέσα του τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, «ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» (Ρωμ. 6, 6). Οἱ πολλὲς ἧττες μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σημαίνουν ὅτι ὁ διάβολος ἔχει πετύχει σὲ κάποιο βαθμὸ κατοχὴ μέσα μας. «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας», ὑπογραμμίζει ἐμφαντικὰ ὁ Χριστὸς (Ἰω. 8, 34). Δοῦλοι εἶστε σὲ ὅποιον ὑπακούετε, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἴτε στὴν ἁμαρτία, ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸν πνευματικὸ θάνατο, εἴτε στὸν Χριστὸ διὰ τῆς ὑπακοῆς σας σ’ αὐτόν, ποὺ θὰ σᾶς ἐξασφαλίσει τὴ δικαίωση. Ἄλλοτε ἤσασταν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γίνατε δοῦλοι στὴ δικαιοσύνη, στὴν ἀρετή. Καὶ ὅπως κάποτε προσφέρατε τὰ μέλη σας «δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ», γιὰ νὰ διαπράττετε τὴν ἀνομία, ἔτσι τώρα «παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ», γιὰ νὰ προοδεύετε στὴν ἁγιότητα.

Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Τώρα ποὺ ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γίνατε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ἔχετε ὡς καρπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τελικὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι τὰ ὀψώνια, ὁ μισθὸς καὶ ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος, «τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 6, 16-23).

Ὁ ἅγιος Μακάριος καθόταν κάποτε σ’ ἕνα σταυροδρόμι καὶ βλέπει τὸν σατανᾶ φορτωμένο πολλὰ μικρὰ κατσαρολικά, νὰ πηγαίνει στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ πειράξει τοὺς μοναχούς. «Ἔχω, τοῦ λέει, πολλὰ φαγητὰ νὰ προσφέρω στὸν καθένα καὶ σίγουρα κάτι ἀπ’ ὅλα θὰ τοῦ ἀρέσει». Στὴν ἐπιστροφή του, ἐρωτώμενος ἀπὸ τὸν Μακάριο, λέει: «Ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι ἄγριοι ἀπέναντί μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ὀνόματι Θεόπεμπτο. Ὅταν μὲ βλέπει αὐτός, στρέφεται σὰν ἀνέμη, κάνει ὅλα τὰ θελήματά μου, μὲ ὑπακούει». Ὁ Μακάριος πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀδελφὸ Θεόπεμπτο καὶ μὲ μεγάλη διάκριση καὶ σοφία τὸν δίδαξε νὰ ἀγωνίζεται σωστά. Ὅταν ξαναπέρασε ὁ διάβολος γιὰ τὸ μοναστήρι καὶ ἐπέστρεψε, τὸν ρώτησε ὁ Μακάριος: «Πῶς πᾶνε οἱ ἀδελφοί;» «Πολὺ ἄσχημα, λέει ὁ διάβολος. Ὅλοι τους εἶναι ἄγριοι μαζί μου. Καὶ τὸ χειρότερο, ἐκεῖνος ποὺ ἦταν φίλος μου καὶ μὲ ὑπάκουε, δὲν ξέρω ἀπὸ ποιὸν διαστράφηκε καὶ ἔγινε ἀγριότερος ἀπὸ ὅλους» (ἀπὸ τὸ Γεροντικό).

Ὁ διάβολος μὲ τὰ πάθη μας κυριαρχεῖ πάνω μας. Καὶ ὅμως, ἂν τὸ θελήσουμε, «ἁμαρτία ἡμῶν οὐ κυριεύσει» (Ρωμ. 6, 14).

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Οι Σποριάδες (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὁ Θεὸς σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο του, τὸν θεῖο λόγο του, στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δεχόμαστε μὲ τὸν δικό μας τρόπο τὸν σπόρο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦμε διαφορετικὰ ὁ καθένας (Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ).

Ἀλλὰ δὲν διαφέρουμε μόνο στὸν τρόπο τῆς καρποφορίας. Δὲ εἴμαστε μόνο γῆ ποὺ δέχεται τὸν σπόρο, ἀγρὸς ποὺ καλλιεργεῖται καὶ φυτεύεται. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ταυτόχρονα καὶ σποριάδες. Ἀπὸ τὴ θέση γονέων, δασκάλων, ἱερέων, ἀλλὰ καὶ ποικίλων ἄλλων πόστων ἐντὸς τῆς κοινωνίας, γινόμαστε αὐτομάτως σποριάδες στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ τῶν ψυχῶν πολλῶν συνανθρώπων μας καὶ πρωτίστως τῶν παιδιῶν μας. Εἰδικὰ οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν εἶναι ἕνας χῶρος ἀπροστάτευτος. Τί σπέρνουμε στὴν εὐαίσθητη αὐτὴ παρθενικὴ γῆ ποὺ μᾶς παραδίδεται μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη; Τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό;

Λέει μιὰ ἱστορία ἀπὸ τὸ Γεροντικό, ὅτι στὸ λιμάνι μιᾶς πόλης ἔφτασε κάποτε ἕνα πλοῖο μὲ αἰχμαλώτους. Ἀνάμεσά τους καὶ δυὸ μικρὰ κοριτσάκια. Ἔρχεται μιὰ εὐλαβὴς Χριστιανὴ καὶ ἀγοράζει τὸ ἕνα. Τὸ μεγαλώνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη της, τὸ βαπτίζει, τὸ μαθαίνει τὴ ζωὴ τῆς εὐσέβειας, νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ κάνει μιὰ πιστὴ συνειδητὴ Χριστιανή. Τὸ ἄλλο κοριτσάκι ἀγοράστηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα ποὺ διατηροῦσε οἶκο ἀνοχῆς. Μεγάλωσε λοιπὸν μέσα στὸν οἶκο ἀνοχῆς, διδάχτηκε ὅλα τὰ μαθήματα γιὰ νὰ γίνει καὶ αὐτὸ μιὰ γυναίκα κατάλληλη γιὰ τὴ δουλειὰ τοῦ οἴκου ἀνοχῆς. Μιὰ ἐπιτήδεια πόρνη.

Τὰ δυὸ κοριτσάκια βρέθηκαν σὲ δυὸ κόσμους διαμετρικὰ ἀντίθετους. Στὶς ψυχές τους ἔσπειραν σποριάδες διαφορετικοί. Ἡ πορεία τους προσδιορίστηκε ἀπὸ τοὺς διαφορετικοὺς σπόρους ποὺ ἔπεσαν στὴν ἁγνὴ ἀνέγγιχτη ψυχή τους. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σπορᾶς ἀποτελεῖ τὴν τεράστια εὐθύνη τῶν σποριάδων. Τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουν σήμερα οἱ γονεῖς καὶ οἱ δάσκαλοι. Ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ σχολεῖο.

Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: Ἀπὸ τὸ σχολεῖο μαθαίνουμε τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλαση, ἀρετή, κακία. Τί εἶναι ψυχή, σῶμα κ. λ. π. Γιατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖο περπατοῦμε στὸ σκότος. Νὰ σπουδάζετε καὶ σεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μαθαίνετε γράμματα ὅσοι μπορεῖτε. Κι ἂν δὲν μάθατε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μαθαίνουν τὰ ἑλληνικά, γιατὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι στὴν ἑλληνική. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχετε ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴ χώρα σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια. Καὶ σὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὶς ἐκκλησίες. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὰ μοναστήρια.

Δυστυχῶς σήμερα πολλοὶ ἐπιδιώκουν νὰ διδάσκονται ἄλλα γράμματα στὰ σχολεῖα. Ὄχι αὐτὰ ποὺ ὁραματιζόταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο καὶ ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἀκόμα ἡλικία τῶν τεσσάρων ἐτῶν, οἱ ἀγγελικὲς ψυχὲς τῶν νηπίων πρέπει νὰ δέχονται μαθήματα σεξουαλικῆς ἀγωγῆς. Νὰ μάθουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ σῶμα τους γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουν τὴν ἡδονή. Αὐτὸ ἀπασχολεῖ, βλέπετε, τὰ τετράχρονα! Τὸ σχολεῖο ἐκπίπτει σιγὰ-σιγὰ τῆς ἀποστολῆς του. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς οἰκογένειας.

Ἀγρυπνεῖτε, γονείς!

Φρουρεῖστε προσεκτικὰ τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν! Σπέρνετε μέσα τους τὸ «καλὸν σπέρμα» τοῦ Θεοῦ. Μὴν ἀφήνετε σὲ ἄλλους τὸ ὑπεύθυνο, κρίσιμο ἔργο τῆς σπορᾶς.

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Ο ταξιντζής και η κοπέλα (π. Δημητρίου Μπόκου)

Στὴν πόλη Ναΐν ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ ἁμαρτία δώρισε στὸν ἄνθρωπο, τὸν θάνατο. Ἕνα νέο παιδί, ὁ μονογενὴς υἱὸς μιᾶς χήρας, εἶναι στὸ φέρετρο. Ἡ μάνα του θρηνεῖ ἀπαρηγόρητη. Ὁ θάνατος τοῦ νέου παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας συνταράζουν βαθιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν δημιούργησε τὰ πλάσματά του γιὰ νὰ καταντοῦν σ’ αὐτὴ τὴν τραγωδία. Τὰ ἔφτιαξε γιὰ νὰ ζοῦν, ἀνώδυνα, χαρούμενα, παντοτινά. Δὲν εἶχε σχεδιάσει θάνατο. Πλησιάζει αὐτόβουλα τὴ χαροκαμένη μάνα καὶ τῆς λέει νὰ μὴν κλαίει ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας ἀμέσως πρὸς τὸ νεκρὸ παιδί, τὸ ἀνασταίνει μὲ μιὰ κουβέντα καὶ ἕνα ἄγγιγμα (Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ).

Ὁ θάνατος φαίνεται νὰ συντρίβει κυριολεκτικὰ τὴ ζωή. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἀσύλληπτο στὴ λογικὴ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ μυαλό μας ἀρνεῖται νὰ δεχτεῖ ἐπιστροφὴ στὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο, ἢ ὅτι ὑπάρχει συνέχειά της μετὰ τὸ βιολογικὸ τέλος. Τὸ θεωροῦμε παράλογο. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι εἶναι ὑπέρλογο. Ξεπερνάει τὴ λογική μας. Ὄχι παράλογο. Αὐτὰ ὅμως τὰ καταλαβαίνουμε μόνο, ἂν τὰ ζήσουμε. Διηγεῖται ὁ ἁγιορείτης γέροντας Νίκων:

Ἕνας ταξιτζὴς στὴν Ἀθήνα παίρνει ἀπὸ τὸ «Ἐλευθέριος Βενιζέλος» μιὰ κοπέλα, τὴν πηγαίνει σπίτι της στὴν Καλλιθέα. Συζητάγανε στὸν δρόμο, μοῦ λέει, πραγματικὰ καλλιεργημένη, μορφωμένη, ἀξιόλογη κοπέλα. Φτάνουν στὸ σπίτι της, κοιτᾶνε τὸ ταξίμετρο, ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι της, δὲν φτάνανε.

-Συγγνώμην, λέει, ἔρχομαι. Κατεβαίνει κάτω, τὴ βλέπει, μπαίνει σπίτι καὶ περίμενε. Περίμενε, περίμενε, περίμενε…, λέει, τί ἔγινε; Μὲ ξέχασε; Κατεβαίνει, χτυπάει τὴν πόρτα, βγαίνει μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα. Λέει, συγγνώμην, τὰ λεφτὰ γιὰ νὰ φύγω. -Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκείνη. -Τὰ λεφτὰ τοῦ ταξιοῦ. Γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφερα ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο. Τὸν κοιτάζει ἡ γυναίκα. -Ποιὰ ἔφερες ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο; -Τὴν κόρη σας ποὺ μπῆκε τώρα μέσα. Βγάζει μιὰ φωνὴ ἡ γυναίκα, βάζει τὰ κλάματα, κάνει μεταβολὴ καὶ μπαίνει μέσα στὸ σπίτι. Ὁ ἄνθρωπος τρόμαξε. Λέει, δὲν εἶναι στὰ καλά της; Τί ἔπαθε; Μήπως εἶπα κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε;

Μπαίνει κι αὐτὸς μέσα, πέφτει πάνω στὸν ἄντρα της. -Τί τῆς εἶπες, Χριστιανέ μου; Τί τῆς ἔκανες; Τί τῆς εἶπες; Δὲν μᾶς ἀφήνεις στὸν πόνο μας μέρα ποὺ εἶναι; -Συγγνώμην, λέει, δὲν σᾶς ξέρω καὶ δὲν μὲ ξέρετε. Θέλω τὰ λεφτά μου γιὰ νὰ φύγω. -Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκεῖνος. -Τὰ λεφτὰ γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφερα ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο. Τὸν κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος, ποιὸν ἔφερες ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο; -Τὴν κόρη σας, εἶπε. Δὲν λέει τίποτε ὁ ἄνθρωπος, γυρνάει τὸ κεφάλι του, γυρνάει καὶ ὁ ταξιτζὴς τὸ δικό του καὶ βλέπει σ’ ἕνα τραπέζι ἕνα δίσκο μεγάλο μὲ κόλλυβα κι ἐπάνω ἡ φωτογραφία τῆς κοπέλας. Ἦταν τὰ δύο χρόνια, κόλλυβα γιὰ τὰ δύο χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κοιμήθηκε.

Καὶ βάζει τὶς φωνὲς ὁ ἄνθρωπος. -Τώρα τί θέλετε νὰ πεῖτε, ὅτι κουβάλησα ἀπὸ τὸ ἀεροδρόμιο μέχρι ἐδῶ μιὰ πεθαμένη; Γιατί, τί νομίζετε δηλαδή, ὅτι μὲ κλειστὸ τὸ στόμα μας ἤρθαμε στὸ σπίτι σας; Τί θὰ πεῖ κόλλυβα καὶ πεθαμένη; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφερα, λέει στὴ γυναίκα, δὲν ἦταν ἡ κόρη σου, πῶς θὰ ἤξερα ἐγώ, ὅτι τώρα ἐσὺ τακτοποιεῖς κληρονομικά σου στὴν Πάτμο γιὰ τὰ τάδε καὶ τὰ τάδε οἰκόπεδα; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφερα δὲν ἦταν ἡ κόρη σας, λέει στὸν ἄντρα, πῶς θά ’ξερα ἐγώ, ὅτι ἐσὺ τώρα μὲ τὸν ξάδερφό σου ἑτοιμάζεις ἐπιχείρηση μὲ ἐνοικιαζόμενα στὴ Λευκάδα; Μὲ συγχωρεῖτε, λέει, μοῦ ἐπιτρέπετε;

Καὶ προχωράει πρὸς τὰ μέσα φωνάζοντας: -Σοφία, κορίτσι μου, ποῦ εἶσαι; Ἀνοίγει μιὰ πόρτα. -Σοφία, ποῦ εἶσαι; Πάει παραπέρα. -Σοφία, ποῦ εἶσαι; Περνάει ὅλα τὰ δωμάτια κι ὅταν γυρνάει, βλέπει στὸ σαλόνι τὴ μάνα νά ’χει λιποθυμήσει στὸν καναπὲ καὶ τὸν πατέρα νὰ τρέμει ὁλόκληρος.

Μετὰ στὴν Ἐκκλησία, στὸ μνημόσυνο, ὅλοι ἀποροῦσαν ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔκλαιγε μὲ τοὺς γονεῖς.

Ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση κυριεύουν τὸν θάνατο. Ὄχι τὸ ἀντίθετο. Ἐσὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστός, ἡ ὄντως Ζωή, κάνει τοὺς νεκροὺς ὁλοζώντανους;

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Τα υδροχαρή φυτά (π. Δημητρίου Μπόκου)

Μὲ τὴν εἴσοδό μας στὸν κύκλο τῶν Κυριακῶν τοῦ Λουκᾶ, γίνεται ξανὰ ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἴδαμε καὶ κατὰ τὴν Β΄ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Ὁ Λουκᾶς δίνει κάποια στοιχεῖα ἐπιπλέον, λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς κάλεσε τοὺς πρώτους μαθητές, ἀφοῦ πρῶτα φρόντισε νὰ πιάσουν μιὰ ἐντελῶς ἀνέλπιστη ψαριά, τόσο μεγάλη ποὺ τὰ δυὸ πλοῖα τους κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν (Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ).

Οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ἐγκαταλείποντας χωρὶς δεύτερη κουβέντα τὰ πάντα. Ἐφάρμοσαν ἔτσι πρῶτοι τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη μόλις Κυριακὴ (μετὰ τὴν Ὕψωσιν). Ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό τους, πλοῖα καὶ δίκτυα καὶ κάθε τὶ δικό τους, «οἰκίας, ἀδελφούς, ἀδελφάς, πατέρα, μητέρα, γυναῖκα, τέκνα, ἀγρούς» (Ματθ. 19, 29). Ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπέλεξαν νὰ σηκώσουν σταυρό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά, ὅτι ὅλα ὅσα πρῶτα θεωροῦσε σπουδαῖα, τὰ ἐγκατέλειψε χάριν τοῦ Χριστοῦ, θεωρώντας τα ζημία. Τὰ περιφρόνησε ὡς σκύβαλα, τὰ πέταξε σὰν σκουπίδια. «Πάντα ἐζημιώθην καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).

Δὲν μᾶς καλεῖ ὅλους βέβαια ὁ Χριστὸς νὰ ἀφήσουμε τὰ πάντα, ὅπως οἱ ἀπόστολοι. Μᾶς καλεῖ ὅμως νὰ ἀπαρνηθοῦμε ὅλοι, σὲ ὅσο μεγαλύτερο βαθμὸ μποροῦμε, τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Νὰ ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Νὰ μὴν εἴμαστε ἀπόλυτα δεμένοι μὲ ὅ,τι ἔχουμε. Νὰ τὰ κατέχουμε χωρὶς πάθος. Μὲ «ἀπροσπάθεια». Ὥστε ἂν τυχὸν χάσουμε κάτι ἀπὸ αὐτά, νὰ μὴ μᾶς στοιχίσει καὶ πολύ. Ἂν κάποιος τὰ κατέχει μὲ προσπάθεια, ἔχει δηλαδὴ ὅλο τὸν πόθο του στραμμένο στὰ ἐπίγεια, θλίβεται πολὺ μὲ τὴν ἀπώλειά τους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ προκόψει στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Περιφρονεῖ τὰ πάντα ὅμως ὅποιος προσηλώσει τὸν νοῦ του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα του τὸ βλέπει σὰν ξένο (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἑκατοντὰς πρώτη τῶν περὶ ἀγάπης κεφαλαίων, α΄).

Ὅσο δὲν ἀπαρνούμαστε τὸν κόσμο, τόσο πιὸ κοσμικὰ εἶναι καὶ τὰ κριτήρια τῆς συμπεριφορᾶς μας. Τότε καὶ τὸ καλὸ ἀκόμα γίνεται ἀπὸ κενοδοξία. Ἐπιδεικνύουμε ἀρετὲς οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἔχω δεῖ πολλὰ καὶ διάφορα φυτὰ ἀρετῶν φυτεμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο. Αὐτὰ ποτίζονταν ἀπὸ ὑπόγειο βόρβορο κενοδοξίας, σκαλίζονταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἐπίδειξης, λιπαίνονταν ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους. Ὅταν ὅμως τὰ φυτὰ αὐτὰ μεταφυτεύθηκαν στὴν ἔρημο, σὲ τόπο δηλαδὴ ἄβατο ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ συνεπῶς ἄνυδρο ἀπὸ τὸ βρώμικο νερὸ τῆς κενοδοξίας, ἀμέσως ξεράθηκαν. Δὲν ἔχουν τὴ δύναμη τὰ ὑδροχαρῆ φυτὰ νὰ καρποφοροῦν σὲ σκληρὰ καὶ ἄνυδρα γυμναστήρια» (Λόγος Β΄, ι΄).

Οἱ ἀπόστολοι τὸ κατάλαβαν αὐτὸ καλά καὶ ἔλεγαν μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου: «Ἂν ἤθελα νὰ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 1, 10).

Ἐμεῖς; Μήπως εἴμαστε τὰ θλιβερὰ ὑδροχαρῆ φυτά, ποὺ τρέφονται μόνο απὸ ἀνθρωπαρέσκεια;

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Ο Σταυρός του Χριστού (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀκολουθήσουμε «ὀπίσω του», ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας καὶ αἴροντας τὸν σταυρό μας (Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν). Συνήθως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ζητάει ποτὲ νὰ κάνουμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔκανε πρῶτα Ἐκεῖνος. «Ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε», λέγει στοὺς μαθητές του (Ἰω. 13, 15). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος τονίζει μὲ ἔμφαση ὅτι ὁ Χριστὸς χάραξε τὴν ὅλη σταυρική του πορεία «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2, 21).

Πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα λοιπὸν στὴν πορεία μας αὐτὴ βάζει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς εἶναι ποὺ πρῶτα ἀπὸ μᾶς ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του καὶ σηκώνει τὸν Σταυρό του. Καὶ αὐτό, ἐπειδὴ διακατέχεται ἀπὸ μανικὸ ἔρωτα γιὰ μᾶς, μᾶς ἀγαπάει μὲ μιὰ ἀγάπη ἀκατανόητη. Λέγεται, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀκόμα ἂν ἐρωτηθεῖ γιατί ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο τόσο πολύ, δὲν θὰ ἔχει καμμιὰ ἀπάντηση νὰ δώσει γι’ αὐτό. Καὶ ὁ πολὺς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὑπογραμμίζει, ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁρίσει τὸν Θεὸ ὡς ἀγάπη, μοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μέσα στὴν (ἀπέραντη) ἄβυσσο προσπαθεῖ (μάταια) νὰ μετρήσει τοὺς (ἀμέτρητους) κόκκους τῆς ἄμμου (Λόγος Λ΄).

Ἡ σταυρικὴ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀρχίζει τὴν ὥρα ποὺ τὸν ὑψώνουν πάνω στὸν Σταυρό, ἀλλὰ πολὺ νωρίτερα. Ἀπὸ τὴν ἕκτη ὥρα (τὸ μεσημέρι) τῆς ἡμέρας ποὺ τολμήθηκε ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τότε ὀδυνᾶται ὁ Θεὸς καὶ θρηνεῖ γιὰ τὸ πλάσμα του. Καὶ δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ χύνει ἁπλῶς δάκρυα, ἀλλὰ κατεβαίνει στὴ γῆ, δέχεται νὰ κενώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο του, νὰ γίνει ἑκούσια μικρός, φτωχός, δοῦλος, νὰ διωχτεῖ, νὰ πονέσει, νὰ σταυρωθεῖ, νὰ ταυτισθεῖ ἀπόλυτα μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τότε σταυρώνεται διαρκῶς.

Λέει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος: «Ὁ νοῦς ἡμῶν σιγᾷ ἐν θαυμασμῷ πρὸ τοῦ μυστηρίου τούτου: Ὁ Κτίστης ἐνεδύθη τὸ κτιστόν. Ὁ Αἰώνιος καὶ Ὑπερκόσμιος προσέλαβε τὴν πρόσκαιρον καὶ εὐμετάβλητον μορφὴν τοῦ εἶναι. Τὸ Πνεῦμα, τὸ ὑπερέχον πᾶσαν ἔννοιαν, ἐγένετο σὰρξ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Λόγου καὶ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὴν δυνατότητα νὰ ψηλαφήσωμεν Αὐτὸν διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν. Ὁ Ἀπαθὴς ὑπεβλήθη εἰς παθήματα. Ἡ Ἄναρχος Ζωὴ συνεδέθη μετὰ τοῦ θανάτου» (Περὶ προσευχῆς, σ. 136).

Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακραίωνη αὐτὴ σταυρική του πορεία, εἶναι ἐπιπλέον ἀκατανόητη, γιατὶ γίνεται γιὰ ἕνα πλάσμα ποὺ δὲν ἐκτιμᾶ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πλάσμα ἀχάριστο. Ἀκόμα καὶ λίγο πρὸ τοῦ πάθους του ὁ Χριστός, πλησιάζοντας στὴν Ἰερουσαλήμ, μὲ τὸ ποὺ τὴν ἀντικρύζει ξεσπάει σὲ λυγμούς. «Ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτήν» (Λουκ. 19, 41). Ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμή, λέει, ἂν ἤθελες, θὰ διορθώνονταν ὅλα. Θὰ σωζόσουν. Ὅλο σου τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθὸν θὰ ἔσβηνε ἀμέσως. Ἀκόμα καὶ πρὶν ἀφήσει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὴν τελευταία του πνοὴ ὁ Χριστός, «ὑπὲρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει τὸν ἴδιον Πατέρα λέγων· Ἄφες αὐτοῖς…»

Ἔτσι, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Ἀντώνιο τοῦ Σουρόζ, ὁ Χριστὸς ἔδειξε μὲ ποιὸν τρόπο «ἀντιμετωπίζει τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Μᾶς ἀποδέχεται ὅπως εἴμαστε. Ἀποδέχεται τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό, χαίρεται γιὰ τὸν καλὸ καὶ πεθαίνει ἐξ αἰτίας καὶ γιὰ χάρη τοῦ κακοῦ…

Μᾶς δίδαξε μιὰ ἀγάπη ποὺ δέχτηκε νὰ γίνει τρωτή, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική. Μιὰ ἀγάπη ποὺ δίνει χωρὶς νὰ μετρᾶ, μιὰ ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι μόνον ὅ,τι κατέχει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό της τὸν ἴδιο» (Ὁ εὐάλωτος Θεός, σ. 66-67).

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Τα δάκρυα του Θεού (π. Δημητρίου Μπόκου)

Διακόπτεται μὲ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως ἡ κανονικὴ ροὴ τῶν Κυριακῶν τοῦ Ματθαίου ποὺ ξεκινούν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Τὸ σχετικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου προανακρούει τὴν ὕψωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὸν σταυρικό του θάνατο, ὅπως εἶχε προαναγγείλει ὁ Μωυσῆς ὑψώνοντας τὸν χάλκινο ὄφι στὴν ἔρημο. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἔχει τὴν πηγή του στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει «τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς ξεπερνάει τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Εἶναι ἀσύλληπτο τὸ μέγεθός της, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὴν ἀντιληπτική μας δυνατότητα.

Μόνο δυὸ πράγματα δὲν ἔχουν ποτὲ τὸ τέλος τους:

Τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Δημιουργοῦ τὸ ἔλεος, 

γράφει ἡ ρωσίδα ποιήτρια Ἄννα Ἀχμάτοβα. Ἕνας Θεὸς ποὺ ἐπιλέγει νὰ γίνει ἄνθρωπος, ποὺ ὑποφέρει, ποὺ ἀδειάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του γιὰ νὰ γίνει πλήρως προσιτὸς σ’ ἐμᾶς, εἶναι κάτι ποὺ καμμιὰ θρησκεία, καμμιὰ φιλοσοφία δὲν τόλμησε ποτὲ νὰ ἐπινοήσει καὶ νὰ παρουσιάσει.

Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει μὲ μιὰ ἀπίστευτη ἀγαπητικὴ κίνηση νὰ ταυτισθεῖ ἀπόλυτα μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι μὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ ποὺ τὸν μισοῦσαν. Ἀνθρώπους πνευματικὰ νεκροὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν τοὺς εἶχε ἀπομείνει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀρχική τους ὀμορφιά, ἀπὸ τὸ θεϊκὸ «ἀρχαῖον κάλλος» τους. Ποὺ ἦταν πτώματα μόνο ἐλεεινά, ἀναδίνοντας τὴ φριχτὴ ἀποφορὰ τοῦ θανάτου. Ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀπωλέσει τὸ προνόμιο τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας, ποὺ ἦταν πλέον δοῦλοι καὶ μάλιστα δοῦλοι ἀχάριστοι. Εἴχαμε χάσει πιὰ ἐμεῖς τὴ δύναμη νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν κίνηση ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ θεωρήσαμε ἀδυναμία, ἀνοησία καὶ σκάνδαλο τὴ θεία του κένωση.

Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς «ἐπιλέγει νὰ γίνει εὔθραυστος, εὐάλωτος, ἀνυπεράσπιστος καὶ ἄξιος περιφρόνησης στὰ μάτια ἐκείνων ποὺ πιστεύουν μόνο στὴ δύναμη, στὴν ἰσχὺ καὶ στὴν προσωρινὰ ὁρατὴ νίκη. Ἕναν τέτοιο Θεὸ ὁ πιστὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τὸν ἔχει ἐπινοήσει… Αὐτὴ εἶναι ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ ἡ μωρία δὲν εἶναι μόνο δική μας, εἶναι καὶ μωρία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ὁρισμένοι μυστικοὶ θεολόγοι ποὺ λένε, ὅτι ἡ Θεία Ἀγάπη εἶναι τρελή, διότι γιὰ νὰ προσφέρεις ἀγάπη σὲ πλάσματα σὰν ἐμᾶς, ποὺ στέκουν συχνὰ ἀνίκανα νὰ ἀνταποκριθοῦν, ποὺ ἴσως τὴν ἀπορρίψουν καὶ τὴν ποδοπατήσουν, ὅπως ποδοπατοῦν οἱ χοῖροι τὸ πανάκριβο μαργαριτάρι τῆς παραβολῆς, αὐτὸ εἶναι τρέλα» (Μητροπ. Σουρὸζ Ἄντονυ Μπλούμ, Ὁ εὐάλωτος Θεός, ἐκδ. Ἐν πλῷ, σ. 14-16).

Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Ἔρχονται σὲ μένα καμμιὰ φορὰ καὶ ἀγόρια καὶ κορίτσια. Τὰ καημένα τὰ παιδιὰ καὶ τί δὲν ἔχουν κάνει! Ὅλες τὶς ἁμαρτίες τὶς σαρκικὲς τὶς ἔχουν κάνει. Μὰ ἐγὼ τὰ ἀγαπῶ»! Μᾶς βοηθάει αὐτὸ νὰ καταλάβουμε λίγο τὴν ἀκατανόητη, τρελὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς;

Κατὰ τὸν ποιητή μας Ἰωάννη Πολέμη, ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ φτάνουν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕνα τοῦ εἶπε:

-Ἐμένα μ’ ἔβγαλε ἡ καρδιὰ γιὰ κάποιο ξένο πόνο!

Κι ὁ Πλάστης ἀποκρίθηκε: -Ἐσὺ μαζί μου μεῖνε!

Τῆς εὐσπλαχνίας τὰ δάκρυα, δικά μου δάκρυα εἶναι.

Ἀγάπης δάκρυα χύνει γιὰ μᾶς ἀδιάκοπα ὁ Θεός. Αὐτὰ εἶναι ἡ μόνη, ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα μας.

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

π. Ευάγγελος Παπανικολάου: Τι είναι το Ευχέλαιο; (Video)

Ο π. Ευάγγελος Παπανικολάου μιλά για το Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου και τις 7 + 1 συγχωρητικές ευχές που διαβάζονται στην ακολουθία του.

 

@konstantinoupoli #CapCut ♬ πρωτότυπος ήχος – ΕνΤουτωΝικα

Ενιαυτός Κυρίου (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὁ Χριστὸς πῆγε κάποτε στὴ Ναζαρέτ, στὴν πόλη ὅπου εἶχε μεγαλώσει. Ἦταν Σάββατο καὶ εἰσῆλθε στὴ Συναγωγή, ὅπου διάβασε μιὰ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα ποὺ ἀναφερόταν στὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Κατόπιν εἶπε στοὺς συμπατριῶτες του ὅτι ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρωνόταν στὸ πρόσωπό του, τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ τὸν ἄκουγαν νὰ ὁμιλεῖ (Κυριακὴ τῆς Ἰνδίκτου).

Ἡ προφητεία ἔλεγε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κατοικήσει πάνω στὸν Μεσσία. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ ὅσοι ἀποστέλλονταν ἀπὸ τὸν Θεό, -ἱερεῖς, προφῆτες, βασιλεῖς,- χρίονταν μὲ ἁγιασμένο ἔλαιο, δεῖγμα ὅτι λάμβαναν ἁγιασμὸ καὶ εὐλογία γιὰ τὸ ἔργο τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὀνομάζονταν «χριστοὶ Κυρίου». Τὸν Μεσσία ὅμως τὸν χρίει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ κατ’ ἐξοχὴν ὀνομάζεται Χριστός.

Οἱ ἄλλοι χριστοὶ μὲ τὴ χρίση τους ἔπαιρναν μιὰ μικρὴ δόση ἁγιασμοῦ, προφήτευαν μὲ μέτρο καὶ σὲ ὁρισμένες μόνο στιγμές. Ὁ Χριστὸς ὅμως λαμβάνει ὡς ἄνθρωπος ὁλόκληρο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ». Πάνω του, σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση του, κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9). Ὁ ἐκλεκτὸς αὐτὸς ἀπεσταλμένος γνωρίζει τὰ πάντα γιὰ τὸν Θεό. «Τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ. Οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα» (Ἰω. 3, 34). Στὸν Χριστὸ τὸ Πνεῦμα δίδεται ὄχι μὲ μέτρο, ἀλλὰ μὲ ἀφθονία, συνεχῶς καὶ ἀπεριόριστα. Κατέχει πλήρως καὶ σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ τὴ θεία ἀποκάλυψη. Διδάσκει ἀλάνθαστα καὶ μὲ πλήρη ἀκρίβεια τὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μοναδικὸς αὐτὸς Χριστὸς Κυρίου ἀποστέλλεται στὸν κόσμο καὶ ἐγκαινιάζει «ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν». Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ἀλλάζει πλέον σελίδα. Κάτι νέο ἀνατέλλει στὴν πολυστέναχτη γῆ. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν καταντήσει φτωχοὶ καὶ γυμνοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ πλούτη μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχε προικίσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ καρδιές τους εἶχαν γίνει συντρίμμια. Εἶχαν καταστεῖ δέσμιοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Βρίσκονταν σὲ δεινὴ αἰχμαλωσία καὶ πνευματικὴ τύφλωση. Καὶ τότε ἔρχεται «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου». Ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ἐξαποστέλλει τὸν Υἱό του στὸν κόσμο καὶ ἀρχίζει νὰ πραγματοποιεῖται τὸ θεῖο σχέδιο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία. Πῶς ἔγινε φανερὴ ἡ ἀλλαγὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός;

Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἔστειλε κάποτε δύο μαθητές του νὰ ρωτήσουν τὸν Χριστό, ἂν εἶναι ὄντως ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπάντησε μὲ ἕνα ναὶ ἢ ἕνα ὄχι, ἀλλὰ εἶπε: Κοιτάξτε τί γίνεται γύρω σας καὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ καταλάβετε ποιὸς εἶμαι πραγματικά. «Τυφλοὶ ἀναβλέπουσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται», ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ παραγκωνισμένοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς εὐαγγελίζονται. Ἀκοῦνε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ γεμίζουν χαρά, ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία. Καὶ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ αὐτὰ θαύματα, ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ κατανοοῦν τὸ θαῦμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν πνευματική τους ἀνόρθωση καὶ πορεία.

Στὸ ἑξῆς οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ κλαῖνε ἀνέλπιδα. Ὁ πόνος τους δὲν θά ’ναι ἀδιέξοδος. Θὰ ξέρουν ὅτι κοντά τους, δίπλα τους, ἀνάμεσά τους, θὰ ὑπάρχει πάντα καὶ θὰ συμβαδίζει μαζί τους στὸν δικό τους δρόμο ὣς τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σκουπίζει τὰ δάκρυά τους, θὰ θεραπεύει τὶς τσακισμένες ψυχές τους, θὰ βαστάζει ἀντὶ γι’ αὐτοὺς τὰ δικά τους βάσανα.

Εὐλογημένος λοιπὸν ὁ χρόνος τοῦ Θεοῦ, τότε «ποὺ ’βγῆκεν ὁ Χριστὸς στὴ γῆ νὰ περπατήσει».

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα! Καλὸ μήνα!

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα