Δραστικό αντίδοτο θανάτου (π. Δημητρίου Μπόκου)

Μὲ τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ ρόλος τοῦ Προδρόμου βαδίζει σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὸ τέλος. Εἶδε νὰ ἐκπληρώνεται τὸ σημάδι ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός: Σὲ ὅποιον δεῖς νὰ κατεβαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ μένει γιὰ πάντα πάνω του, αὐτὸς εἶναι ποὺ θὰ βαπτίζει ὄχι ἁπλῶς μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, μεταδίδοντας ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα τὴ μαρτυρία του, «ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ ἐρχόμενος ἐκλεκτός του, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας (Ἰω. 1, 33-34).

Τόνισε μάλιστα ὅτι στὸ ἑξῆς «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3, 30). Ἡ ἐπιρροή, ἡ ἀπήχηση, ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ αὐξάνονται. Ὁ ρόλος τοῦ Προδρόμου εἶχε πλέον ἐπιτευχθεῖ. Δὲν θὰ συνεχίσει ἄλλο τὴ δράση του, ἀνταγωνιστικὰ πρὸς τὸν Χριστό. Ἀντιθέτως, θὰ προπορευτεῖ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ φέρει καὶ στοὺς κεκοιμημένους τὸ μήνυμα τῆς ἐπικείμενης καθόδου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖ. Ἔτσι, κατὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης φυλακίζεται ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὁ δὲ Χριστὸς ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία τὸ κήρυγμά του γιὰ μετάνοια, ἐν ὄψει τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα).

Ἡ δημόσια ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἤδη προφητευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα: «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Ἡ ζωὴ στὴν ἁμαρτία, ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν προφήτη σκότος καὶ τόπος θανάτου. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν «ἐν σκότει…, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου». Ἐκεῖ ποὺ κανένας ἥλιος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ φέρει τὸ φῶς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν νοητὸ ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Χριστό, τὸ φῶς ποὺ «ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε» (Ἰω. 1, 5). Κανένα σκοτάδι δὲν μπορεῖ νὰ σκεπάσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁπουδήποτε ἀνατέλλει, φυγαδεύεται ἡ σκοτεινιὰ τοῦ θανάτου.

Ποῦ καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς αὐτό; Στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει νὰ ζεῖ κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐμβαπτίζει τὴν καρδιά του στὸ πνεῦμα τῆς χάριτός του, στὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐνεργεῖ διαφορετικά, ἀποπνέει σκοτάδι καὶ θάνατο. Ὅποιος ὅμως εὐαισθητοποιεῖται στὴν ἀγάπη, φωτίζεται, ἀποκτάει ξανὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

Τὰ περιγράφει ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ δυνατή του πένα ὁ μεγάλος Τολστόη, μὲ τὸ στόμα ἑνὸς «τιμωρημένου» ἀγγέλου, ποὺ χρειάστηκε κάποτε ἀνθρώπινη βοήθεια. Λέει ὁ ἄγγελος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν βοήθησε, ὅτι «πρὶν (τὸν βοηθήσει) τὸ πρόσωπό του κάλυπτε μιὰ ἀποκρουστικὴ μάσκα θανάτου, τώρα ὅμως (ὅταν ἀποφάσισε νὰ τὸν βοηθήσει) ἦταν ὅλος ζωὴ καὶ τὸ πρόσωπό του ἀντιφέγγιζε ἀνάγλυφα τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Καθὼς μπῆκα κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τῆς καλύβας του, μιὰ γυναίκα ἦρθε νὰ μᾶς συναντήσει… Παρατήρησα πὼς ἡ γυναίκα ἦταν ἀκόμη πιὸ φρικτή, ἀπαίσια καὶ ἀποκρουστικὴ ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνδρας πιὸ πρίν. Μιὰ βρωμερὴ μπόχα θανατερῆς σαπίλας ἀναδυόταν ἀπὸ τὸ στόμα της. Οὔτε νὰ ἀναπνεύσω δὲν μποροῦσα ἀπὸ τὴ βρώμα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου, ποὺ ἦταν ἁπλωμένη γύρω της. Ἤθελε μὲ πρωτοφανῆ καὶ ἀναίτια κακία νὰ μὲ πετάξει ἔξω στὸ κρύο… Καὶ ἔξαφνα ὁ ἄνδρας της ἄρχισε νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ κείνη πῆρε καὶ μαλάκωσε καὶ ἄλλαξε ἡ διάθεση καὶ ἡ καρδιά της. Καὶ σὰν μοῦ ’φερε τροφὴ καὶ μὲ κοίταξε, …εἶδα πὼς ὁ θάνατος δὲν κατοικοῦσε πιὰ μέσα της. Εἶχε πάλι ζωὴ μέσα της καὶ ἀντιφέγγιζε καὶ αὐτὴ ἀνάγλυφη τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ».

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ γλυκὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τὴ μπόχα τοῦ θανάτου.

Καλή, εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Το βάπτισμα Ιωάννου (π. Δημητρίου Μπόκου)

Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης μεγάλωσε μὲ ἄσκηση καὶ σκληραγωγία στὶς ἐρημιὲς τοῦ Ἰορδάνη. Σὲ ἡλικία τριάντα περίπου ἐτῶν «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ», ἔλαβε μήνυμα νὰ ἀρχίσει νὰ κηρύττει γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ. Κήρυττε καὶ συγχρόνως βάπτιζε, «κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Κατὰ τὴν ὥρα τῆς βάπτισης οἱ ἄνθρωποι ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες τους. Ἔτρεχαν νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀκόμη καὶ ὁ Χριστὸς προσῆλθε νὰ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ δόθηκε στὸν Ἰωάννη καὶ ἡ προσωνυμία Βαπτιστὴς (Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων).

Τί ἦταν τὸ βάπτισμα Ἰωάννου; Τί ἐξυπηρετοῦσε;

Οἱ εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ χαρακτήρας τοῦ βαπτίσματος τοῦ Προδρόμου ἦταν προπαρασκευαστικός. Γιὰ νὰ προετοιμάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν μετέπειτα τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βάπτισμα ποὺ εἰσάγει στὴν Ἐκκλησία. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως ὁ ρόλος τοῦ Ἰωάννη ἦταν προδρομικός, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει «τὴν ὁδὸν Κυρίου», καὶ δὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλὰ προηγήθηκε «ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός», ἔτσι καὶ τὸ βάπτισμά του ἦταν προδρομικό. Δὲν ἦταν βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ βαπτιζόμενοι λάβαιναν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἦταν μόνο «βάπτισμα μετανοίας» σὲ ἁπλὸ νερό, γιὰ νὰ ἔλθουν οἱ ἄνθρωποι σὲ αἴσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Νὰ συναισθανθοῦν βαθύτερα τὴν ἁμαρτωλότητά τους, τὴν ἀνάγκη σωτηρίας καὶ λύτρωσης, ὥστε νὰ ἀποδεχθοῦν κατόπιν συνειδητὰ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί», ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον».

Ὁ Πρόδρομος ξεκαθαρίζει πλήρως τὸ θέμα λέγοντας: «Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν». Ἀλλὰ πίσω μου ἔρχεται ἄλλος ἰσχυρότερός μου. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε νὰ σκύψω καὶ νὰ λύσω τὰ κορδόνια του. «Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρὶ» (Ματθ. 3, 11).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεξηγεῖ: «Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας», λέγοντας στὸν λαὸ «εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι ἔλαβαν τὸ βάπτισμα Ἰωάννου, βαπτίσθηκαν κατόπιν «ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Πράξ. 19, 4. 2, 38).

Ὁ Πρόδρομος ὁμολογεῖ τὸν προσωρινὸ χαρακτήρα τοῦ βαπτίσματός του, τονίζει ὅμως τὴ θεϊκή του προέλευση. Οἱ Φαρισαῖοι ἀμφισβήτησαν τὸ βάπτισμα τοῦ Προδρόμου. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ρωτήθηκε καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε κάποιος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς προφῆτες, οἱ Φαρισαῖοι, θεωρώντας καινοτομία τὸ βάπτισμά του, τοῦ εἶπαν: Γιατί λοιπὸν βαπτίζεις; Μὲ ποιὰ αὐθεντία τὸ κάνεις αὐτό;

Τότε ὁ Ἰωάννης τόνισε, ὅτι δὲν τὸ ἔκανε μὲ δική του γνώμη. Ἀλλὰ τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ βαπτίζει. Γιὰ νὰ φανερωθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων μὲ πανηγυρικὸ τρόπο ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας-Χριστός. «Διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων». Ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει καὶ σημάδι γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Χριστό. «Ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ’ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ’ αὐτόν, οὗτος ἐστὶν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ἰω. 1, 31-33).

Γι’ αυτό καὶ ὁ Χριστὸς τιμᾶ τὸ βάπτισμα Ἰωάννου, ὡς μέρος τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ τὸ δέχεται ταπεινὰ «ὑπὸ τῶν τοῦ Προδρόμου χειρῶν» βαπτιζόμενος «ἐν Ἰορδάνῃ».

Καλὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο! Καλὴ Χρονιά! Χρόνια πολλά!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Η Έξοδος (π. Δημητρίου Μπόκου)

Οἱ μάγοι, «Περσῶν βασιλεῖς», ἄνθρωποι τῆς σοφίας, ἦλθαν «ἐξ ἀνατολῶν» καὶ προσκύνησαν τὸ νεογέννητο νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Χριστό. Τοῦ πρόσφεραν τρία δῶρα συμβολικά, «χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀναγνώριζαν ὡς βασιλέα καὶ Θεὸ ἐνανθρωπήσαντα. Μὲ τὸ χρυσάφι τὸν τίμησαν ὡς βασιλέα. Μὲ τὸ λιβάνι (θυμίαμα) ὡς Θεό. Καὶ μὲ τὴ σμύρνα (μύρο) ὡς ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ὑφίστατο ὑπὲρ ἡμῶν θάνατο καὶ θὰ κατέβαινε στὸν τάφο, τυλιγμένος «σινδόνι καθαρᾷ καὶ ἀρώμασιν», καθὼς ἦταν τὸ «ἔθος τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν».

Καὶ οἱ μὲν μάγοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴ χώρα τους, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης τοὺς περίμενε ματαίως γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσουν «περὶ τοῦ παιδίου». Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι «ἐνεπαίχθη», διέταξε τὴ φοβερὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ δύο χρονῶν καὶ κάτω στὴ Βηθλεὲμ καὶ σὲ ὅλα τὰ περίχωρά της. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, πληροφορημένος ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, διέφυγε μὲ τὸ θεῖο βρέφος καὶ τὴν Παναγία στὴν Αἴγυπτο. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη ἐπέστρεψαν ξανὰ καὶ κατοίκησαν στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν). Ἡ Αἴγυπτος νοεῖται πάντα ὡς τόπος πνευματικῆς δουλείας-ἁμαρτίας.

Ἡ προφητεία αὐτὴ ξεκινάει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μωυσῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἡγηθεῖ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ποὺ τὰ χρόνια ἐκεῖνα στέναζε κάτω ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Φαραὼ στὴν Αἴγυπτο. Τοῦ λέει τότε ὁ Θεός: «Υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ». Εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη ὁ Θεὸς στὸν λαό του, γιατὶ ἦταν ἀπόγονοι τοῦ ἐκλεκτοῦ του Ἀβραάμ. Ὑπάρχει καὶ μιὰ εἰκόνα στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ὅπου ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ παρομοιάζεται μὲ ἀμπελώνα, τὸν ὁποῖο φυτεύει καὶ περιποιεῖται μὲ περισσὴ φροντίδα ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ λαὸς καὶ εἰδικότερα ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ γεννιόταν ὁ Χριστός, ὀνομάζεται «νεόφυτον ἠγαπημένον» (Ἐξ. 4, 22. Ἡσ. 5, 1-7).

Ὁ λαὸς αὐτὸς ἐν τῇ γενέσει του, ὀλιγάριθμος, κατέφυγε ἀρχικὰ στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸ τῆς πείνας, ἀλλὰ καταδυναστεύτηκε κατόπιν ἀπὸ τὸν Φαραώ. Ὁ Θεὸς ὀργάνωσε τότε διὰ τοῦ Μωυσέως τὴ μεγάλη ἔξοδο ἀπὸ τὴ γῆ τῆς δουλείας καὶ τὴν ἐπάνοδό του στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, πράγμα ποὺ μνημονεύει καὶ ὁ προφήτης Ὠσηέ: «…νήπιος Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα αὐτόν· καὶ ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ». Ἀπὸ τὴ νηπιακή του ἡλικία ὁ λαὸς αὐτὸς ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀπόγονοί του κλήθηκαν νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ μεταβοῦν στὴ γῆ ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς στοὺς πατέρες τους, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ (Ὠσ. 11, 1).

Ἡ ἔξοδος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο συμβολίζει καὶ προεικονίζει τὴν ἀντίστοιχη πορεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὅπου εἶχε καταφύγει γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴ μανία τοῦ Ἡρώδη, καλεῖ τώρα ξανὰ ὁ Θεὸς τὸν Υἱό του τὸν πρωτότοκο, τὸν Μονογενῆ, ὅπως παλιὰ τὸν Ἰσραήλ.

Ἡ Αἴγυπτος δὲν εἶναι ὁ τόπος μας. Μᾶς καλεῖ ὅλους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας του ὁ Θεός.

Καλὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο! Καλὴ Χρονιά! Χρόνια πολλά!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Η προσδοκία του Αβραάμ (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὁ Χριστὸς εἶπε κάποτε στοὺς Ἰουδαίους: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8, 56). Ποιὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ ποὺ γεμάτος χαρούμενη ἐλπίδα ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ ὁ Ἀβραάμ; Εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε. Ἡ μέρα ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ. Δὲν τὴν εἶδε βέβαια ἐνόσῳ ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ τὴν εἶδε καὶ ἀγαλλίασε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς μακαριότητας, ὅπου ζεῖ αἰώνια κοντὰ στὸν Θεό.

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἔλευσή του στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν ἔγινε ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα. Ἦταν κάτι ποὺ ὁ Θεὸς τὸ προετοίμαζε σιγὰ-σιγὰ διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ φανέρωνε σταδιακὰ τὴν ἐξαρχῆς πρόθεσή του αὐτή, «τὴν ἀρχαίαν βουλήν», ἄλλοτε συγκεκαλυμμένα καὶ ἄλλοτε πιὸ φανερά, στοὺς ἐκλεκτούς του σὲ κάθε γενεά. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἰδιαιτέρως ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Τόσο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐναβρύνεται νὰ ὀνομάζεται Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀποκαλύψει εἰδικὰ στὸν Ἀβραὰμ τὸ σχέδιό του ὁ Θεός.

Πότε καὶ πῶς ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀβραάμ: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου» καὶ πήγαινε στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Καὶ θὰ σὲ κάνω μεγάλο ἔθνος καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω… «Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς». Καὶ παρακάτω: «Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 12, 1-3. 22, 18). Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία (ὑπόσχεση) τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβραὰμ θὰ γινόταν μέσῳ τοῦ σπέρματός του, κάποιου σπουδαίου δηλαδὴ ἀπογόνου του, πατέρας ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀπόγονος αὐτός;

Τὸν κατονομάζει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. «Στὸν Ἀβραὰμ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ ὑποσχέσεις καὶ στὸ σπέρμα του. Δὲν λέγει ὁ Θεὸς “καὶ τοῖς σπέρμασιν”, ὅπως θὰ ἔλεγε ἂν ἐπρόκειτο γιὰ πολλοὺς ἀπογόνους, ἀλλὰ λέγει “καὶ τῷ σπέρματί σου”, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ἀπόγονο, “ὅς ἐστι Χριστός”» (Γαλ. 3, 16).

Κατανοώντας ἀλάνθαστα στὴν πληρότητά της τὴν ἐπαγγελία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, «ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4, 3). Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ λάμβαναν ὅλα τὰ ἔθνη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴ σωτηρία τους, πολὺ πρὶν ὁ Θεὸς παραδώσει τὸν νόμο του. Ἡ παράδοση τοῦ νόμου ἔγινε πολὺ ἀργότερα, «μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα», στὸ ὄρος Σινᾶ μὲ τὸν Μωυσῆ.

Ἡ πρώτη αὐτὴ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του ἦταν «διαθήκη προκεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστόν». Διαθήκη ποὺ ἀναφερόταν στὸν Χριστό, ἐπικυρωμένη μὲ ὅρκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος ἀργότερα δὲν δόθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἀκυρώσει τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ. Ἂν μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (πρᾶγμα ποὺ ἀποδείχθηκε ἀδύνατο) ἡ σωτηρία, δὲν θὰ διδόταν ἀπὸ πρὶν ὡς ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἦταν ἁπλῶς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Ἀλλὰ στὸν Ἀβραὰμ «δι’ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός». Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ χάρισε τὴ σωτηρία μὲ τὴν ὑπόσχεσή του.

Γιατί τότε δόθηκε ὁ νόμος; «Τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται». Ὁ νόμος δόθηκε, ὥστε μὲ τὶς ἀναπόφευκτες συνεχεῖς παραβάσεις του νὰ ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλο καὶ βαθύτερη συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἀδυναμίας τους, ἕως ὅτου ἔλθει ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, χάριν τοῦ ὁποίου δόθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστὸς (Γαλ. 3, 17-19. Πρβλ. και Β΄ Τιμ. 1, 9-10).

Μέχρι νὰ ἔρθει ὁ καιρὸς αὐτός, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσφέρονταν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου (καὶ μετέπειτα στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος) δῶρα καὶ θυσίες ἀτελεῖς, ποὺ ἁπλῶς συμβόλιζαν ὅσα θὰ γίνονταν στὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ δώσουν στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς πρόσφεραν πνευματικὴ τελειότητα καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ὅλα ὅσα προσφέρονταν τότε, θυσίες, διακρίσεις φαγητῶν καὶ ποτῶν, πλύσεις καὶ ἄλλες διατάξεις, ἦταν μόνο γιὰ νὰ καθαρίζουν τὸ σῶμα, «μέχρι καιροῦ διορθώσεως ἐπικείμενα». Προσωρινὰ μέτρα μέχρι νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς ποὺ θὰ διόρθωνε καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὰ πάντα (Ἑβρ. 9, 9-10).

Καὶ ὅσο ὁ Χριστὸς δὲν ἐρχόταν ἀκόμη, ἡ προσδοκία τῆς ἐλεύσεώς του γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, παρέμενε καὶ δυνάμωνε στοὺς ἀνθρώπους συνεχῶς. Μὰ ὁ Θεός, πιστὸς στὶς ἐπαγγελίες του, εὐδόκησε νὰ πράξει ὅ,τι ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραάμ. Ἔστειλε στὴ γῆ τὸν Υἱό του γιὰ νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ φέρει εἰς πέρας, διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς του, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ εὐλογηθοῦν πράγματι στὸ πρόσωπό του «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς».

Ὅσοι λοιπὸν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀντὶ νὰ θαρροῦμε στὰ καλά μας ἔργα, ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, γινόμαστε κι ἐμεῖς διὰ τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του, τοῦ Χριστοῦ, σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ «καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι». Κληρονομοῦμε τὴν ἴδια εὐλογία καὶ σωτηρία ποὺ ὑποσχέθηκε στὸν πατέρα μας Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς (Γαλ. 3, 29).

ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 473, Δεκ. 2022, ἐπηυξημένο

 

Ἀντιύλη – Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα

Το ύψος και το βάθος (π. Δημητρίου Μπόκου)

Κορυφώνεται τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ ἡ ἀπὸ μηνὸς ἤδη ἐγκαινιασθεῖσα προεόρτια πορεία μας πρὸς τὴ Βηθλεέμ. Ἡ Βίβλος γενέσεως τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου, διευρυμένη μὲ τὴν ἀντίστοιχη γενεαλογία τοῦ Λουκᾶ, μᾶς εἰσάγει εὐθέως στὸ γεγονὸς τῆς ἀπερινόητης καθόδου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς εἰσόδου του στὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

Ἡ μακρὰ ἁλυσίδα τῶν κατὰ σάρκα Προπατόρων, ἐκ τῶν ὁποίων «ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός», συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἐπίσης μακρὰ ἁλυσίδα τῶν κατὰ πνεῦμα προγόνων του, ὅλων ἐκείνων ποὺ μὲ τὴν κατὰ Θεὸν βιοτή τους, ἔργῳ καὶ λόγῳ, κράτησαν ἀνοιχτὸ στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαιτέρως ὅμως τοῦ ἐκλεκτοῦ περιουσίου λαοῦ, τὸν πνευματικὸ δίαυλο τῆς πίστης καὶ τῆς ἀναμονῆς, μέχρις ὅτου, μὲ ἀπόρρητο τρόπο, νὰ περιβληθεῖ καὶ τὴν ἀνθρώπινη διφυῆ οὐσία ὁ ὑπερούσιος Θεός. Καὶ φυσικῷ τῷ λόγῳ τιμῶνται καὶ ὅλοι αὐτοὶ σήμερα, ἰδιαιτέρως δὲ ὁ χορὸς τῶν προφητῶν καὶ προφητίδων (Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως).

Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτέλεσαν τὴν προκεχωρημένη γραμμὴ τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας νὰ κατεβάσει ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης κατάντιας τὸν Ὕψιστο. Εἶναι ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος τῆς ἀνθρώπινης ἱκεσίας γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα. Στὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε τὸν λαμπρὸ Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν εὔγλωττο ὑμνητὴ τῶν θείων μεγαλείων, νὰ βάζει στὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ τὴν ἀγωνιώδη κραυγὴ τοῦ ἀνθρώπου.

«Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις…» (ᾠδὴ ς΄). Ἀπὸ τὰ ἐρεβώδη ἀνήλιαγα βάθη, ὅπου ἐνδιέτριβε ὁ «ἐνάλιος θήρ», τὸ θαλάσσιο θηρίο ποὺ τὸν κατέπιε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόμη σκοτεινότερα σπλάχνα τοῦ κήτους ὅπου βρέθηκε φυλακισμένος, ὁ Ἰωνᾶς «ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι». Φώναζε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ βγεῖ πάλι στὸ φῶς, νὰ δεῖ ξανὰ πρόσωπο ἀνθρώπου. Καὶ νὰ φύγει ἀπὸ πάνω του ἡ ζάλη, ὁ φόβος τοῦ θανάτου ποὺ τὸν κατέκλυσε ἀπὸ παντοῦ. Μὲ κύκλωσε, λέει, «ἐσχάτη ἄβυσσος. Ταφή μοι τὸ κῆτος ἐγένετο». Ἡ κοιλιὰ τοῦ κήτους ἔγινε ὁ τάφος μου. «Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σέ, Κύριε ὁ Θεός μου». Μακάρι νὰ φτάσει ἡ προσευχή μου σὲ σένα, στὸν ἅγιο ναό σου (Ἰων. 2, 7-8).

Καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωνᾶς δέεται νὰ ἀνεβεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ ἡ ζωή του, ὁ μέγας ὑμνωδὸς ἀντιστρέφει τοὺς ὅρους. Βρίσκομαι, λέει, σὲ δεινότερη θέση ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶ. Μὲ ἔχει πληγώσει θανάσιμα ἡ ἁμαρτία, τὸ βέλος τοῦ τυράννου-διαβόλου. Δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἀνεβῶ ἀπὸ τὸ βάθος ὅπου μὲ ἔριξε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παρακαλῶ νὰ ἔλθω ἐγὼ σὲ σένα, Χριστέ. Ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ κατεβεῖς ἐσὺ πρὸς ἐμένα, ἀπὸ τὸ ὕψος σου στὸ βάθος μου, γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσεις τὰ κακὰ ποὺ μὲ βρῆκαν καὶ νὰ μὲ ἀνεβάσεις «ἐκ λάκκου καὶ βυθοῦ πταισμάτων». Καὶ μάλιστα, ἔλα γρήγορα, «θᾶττον τῆς ἐμῆς ραθυμίας», προτοῦ ἡ δική μου ἀμέλεια μὲ κυριεύσει τελείως καὶ δὲν θὰ μπορῶ πιὰ οὔτε νὰ σὲ παρακαλέσω. Ἀπ’ τὴ μεριά μου ὑπάρχει παντελὴς ἀδυναμία γιὰ τὸ παραμικρό.

Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀκούει. Καὶ κατεβαίνει. Ἔρχεται στὸν δικό μας τόπο καὶ χρόνο νὰ μᾶς βρεῖ.

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα! Καλὰ Χριστούγεννα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Οι Καλεσμένοι (π. Δημητρίου Μπόκου)

Δύο Κυριακὲς πρὸ τῶν Χριστουγέννων φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὴ χορεία τῶν ἁγίων Προπατόρων, τῶν κατὰ σάρκα προγόνων τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κρατήσουν ἀδιάσπαστη τὴ βιολογικὴ ἁλυσίδα μέσῳ τῆς ὁποίας θὰ λάμβανε χώρα ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ μιὰ ἄλλη ἐπίσης χορεία πνευματικῶν Προπατόρων, ὅλοι οἱ δίκαιοι «ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», προοδοποίησαν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, στήνοντας καὶ κρατώντας ὄρθια τὴν πνευματικὴ γέφυρα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.

Ὅμως μιὰ θαυμάσια παραβολὴ δείχνει ὅτι Θεὸς κάλεσε καὶ ἄλλους πολλοὺς νὰ σχετισθοῦν μαζί του. «Ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς». Αὐτοὶ ὅμως, προφασιζόμενοι διάφορα, ἀδιαφόρησαν. Ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια κάλεσε στὸ τραπέζι του καὶ ἄλλους, «πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς» ἀπὸ τὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης, ἀλλὰ καὶ πλάνητες καὶ ἀστέγους ἀπὸ παραέξω, ἀπ’ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς φράχτες τῶν ἀγρῶν (Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ).

Ἡ παραβολὴ δὲν ἔχει μόνο συμβολικό, ἀλλὰ καὶ προφητικὸ χαρακτήρα. Δείχνει τὴν ἀνέλιξη τοῦ σωστικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει ἀρχικὰ καὶ καλεῖ κοντά του ὄχι ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ «πολλούς». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πολλοί; Ἕνας λαός. Οἱ Ἑβραῖοι.

Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι καὶ κυρίως οἱ ἄρχοντές τους δὲν ἔδειξαν ποτὲ ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐπικεντρώθηκαν περισσότερο στὴν ἐπιδίωξη μιᾶς μελλοντικῆς κυρίαρχης ἐγκόσμιας βασιλείας. Δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸ ὅραμα ἀναβίωσης τοῦ ἔνδοξου δαυϊτικοῦ παρελθόντος τους. Δὲν κατάφεραν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς ἀπεσταλμένος, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ ἡνία τοῦ ἔθνους καὶ νὰ παραμερίσουν οἱ ἴδιοι.

Ὁ Χριστὸς «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Ἦλθε πρῶτα στοὺς δικούς του (στοὺς Ἰουδαίους), ἀλλὰ ὁ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν (Ἰω. 1, 11).

Ἔτσι ὁ Θεὸς ἀφήνει τὴν ὑπερφίαλη ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ καλεῖ τοὺς παρακατιανοὺς Ἰουδαίους. Πτωχούς, χωλούς, τυφλοὺς ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως». Αὐτοὶ δέχονται τὸ μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε, λέει ὁ Χριστός, νὰ φέρω εὐαγγέλιο, καλὴ ἀγγελία, στοὺς πτωχούς. Νὰ τοὺς φέρω τὴν εἴδηση ὅτι τὸ μέλλον εἶναι εὐοίωνο γι’ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πτωχοί, (δι)ὅτι ἡμετέρα ἐστὶν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 6, 20).

Ἀλλὰ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ’ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ὅσοι καὶ νὰ πᾶνε κοντά του, «ἔτι τόπος ἐστί». Τοὺς χωράει ὅλους ὁ Παράδεισος!

Καὶ ἐξαποστέλλει ξανὰ τοὺς ὑπηρέτες του, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, στὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ συνάξουν τοὺς περιπλανώμενους σὲ «ὁδοὺς καὶ φραγμούς». Φεύγει ἀπὸ τὸν «ἐκλεκτό» του λαὸ καὶ καλεῖ τὰ ἔθνη, τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ μέχρι τότε ἦταν «οὐ λαός», δὲν ἦταν λαός του, ἀλλὰ γύριζαν ἀνέστιοι καὶ ἄστεγοι στὶς ἐρημιὲς τοῦ κόσμου. «Καλέσω μου τὰ ἔθνη, κἀκεῖνά με δοξάσουσι», λέει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀχάριστους Ἰουδαίους γεμάτος πίκρα, ὅταν ἐκεῖνοι, παρὰ τὶς εὐεργεσίες του, τὸν ἀπορρίπτουν.

Τὰ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἔθνη θὰ γίνουν στὸ ἑξῆς ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐκλεκτὸς λαός, ποὺ «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν» ἔρχονται νὰ ἀνακλιθοῦν στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 8, 11).

Καὶ κάπως ἔτσι, «τὴν ξηρανθεῖσαν συκῆν» (τὴν ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ) «διὰ τὴν ἀκαρπίαν» διαδέχεται «ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ» ἡ Ἐκκλησία, τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 51, 10).

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα! Καλὰ Χριστούγεννα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Προεόρτια Χριστουγέννων: Το σημείο του Άχαζ (α) (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ ἴσως προφητεία γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων. «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς» (Ματθ. 1, 23. Ἡσ. 7, 14).

Ἡ προφητεία αὐτὴ ἐξαγγέλθηκε σὲ μιὰ ἐποχὴ πολὺ δύσκολη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰσραηλίτες εἶχαν διαιρεθεῖ, μετὰ τὴ βασιλεία τοῦ Σολομώντα, σὲ δυὸ βασίλεια, ἀντιμαχόμενα συνήθως μεταξύ τους. Τὸ (νότιο) βασίλειο τοῦ Ἰούδα καὶ τὸ (βόρειο) βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ βασιλεῖς ὅμως καὶ τῶν δυὸ βασιλείων ὑπῆρξαν, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων, ἀσεβεῖς.

Ἀπὸ τοὺς πλέον ἀσεβέστερους ἀναδείχθηκε ὁ Ἄχαζ, ποὺ βασίλευσε στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα, δυόμιση αἰῶνες μετὰ τὸν Δαυῒδ (περὶ τὸ 730 π. Χ.). Ἀλλὰ δὲν «ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου, ὡς Δαυῒδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ». «Ἐν τοῖς ὑψηλοῖς», πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, στὶς πηγὲς καὶ κάτω ἀπὸ πυκνόφυλλα δέντρα, ἔφτιαξε ἀγάλματα καὶ βωμοὺς καὶ ἐκεῖ ὁ λαὸς πρόσφερε θυσίες καὶ θυμιάματα στὰ εἴδωλα (τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη).

Ὅμως «ἐταπείνωσε Κύριος τὸν Ἰούδαν διὰ Ἄχαζ βασιλέα Ἰούδα». Ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ παιδαγωγήσει σκληρὰ τοὺς Ἰουδαίους λόγῳ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἄχαζ. Ἰδουμαῖοι καὶ Φιλισταῖοι ἐπιτέθηκαν καὶ κατέλαβαν πολλὲς πόλεις τῆς Ἰουδαίας. Ἀλλὰ τὸ χειρότερο ἦταν, ὅτι δυὸ βασιλεῖς, τῆς Συρίας καὶ τοῦ βορείου βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, συμμάχησαν μεταξύ τους καὶ ἐπιτέθηκαν στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα. «Καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ διὰ χειρὸς βασιλέως Συρίας… καὶ εἰς χεῖρας βασιλέως Ἰσραήλ… καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτῷ πληγὴν μεγάλην». Ἡ θραύση τῶν Ἰουδαίων ἦταν φοβερή. Λαὸς καὶ βασιλιὰς ταράχτηκαν καὶ ἔτρεμαν ἀπὸ τὸν φόβο, ὅπως τρέμουν τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ δάσος ἀπὸ τὸν σφοδρὸ ἄνεμο.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν κυριεύθηκε. Παρὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Ἄχαζ, ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε, χάριν Δαυῒδ τοῦ δούλου του. Γιὰ νὰ μὴν ἐκλείψει ἡ διαδοχὴ τῶν ἀπογόνων τοῦ Δαυῒδ μέχρι νὰ ἔλθει ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Στέλνει λοιπὸν τὸν προφήτη Ἡσαΐα νὰ πεῖ στὸν βασιλιὰ Ἄχαζ νὰ μὴ φοβᾶται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, γιατὶ εἶναι σὰν δυὸ σβησμένα δαυλιὰ ποὺ ἁπλῶς καπνίζουν. Καὶ ὅτι, ἀφοῦ συνετίσει τὸν λαό του μὲ τὴν τιμωρία αὐτή, θὰ τὸν θεραπεύσει πάλι. Γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσει ὅτι ἔτσι θὰ γίνει, τοῦ εἶπε νὰ ζητήσει ἕνα σημεῖο, ἕνα θαῦμα. «Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαι τῷ Ἄχαζ λέγων· αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος (=εἴτε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἴτε ἀπὸ τὴ γῆ). Καὶ εἶπεν Ἄχαζ· οὐ μὴ αἰτήσω, οὐδ’ οὐ μὴ πειράσω τὸν Κύριον».

Ὁ Ἄχαζ προφασίστηκε εὐσέβεια, νὰ μὴν ἐκπειράσει δῆθεν τὸν Κύριο. Ἡ ἀλήθεια ὅμως ἦταν ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἔλπιζε περισσότερο στὸν βασιλιὰ τῶν Ἀσσυρίων καὶ εἶχε ζητήσει ἤδη τὴ βοήθειά του. Εἶχε ἀφαιρέσει μάλιστα ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸ παλάτι του, καὶ τὰ ἔστειλε δῶρο στὸν Ἀσσύριο βασιλιά. Τότε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσει γιὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐκστρατείας τῶν ἐχθρῶν του, ἔδωσε ἀπὸ μόνος του τὸ θαυμαστὸ σημεῖο-προφητεία γιὰ τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Υἱοῦ του, ποὺ θὰ ὀνομασθεῖ Ἐμμανουὴλ (=«ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν»).

Τί τοῦ ἔλεγε δηλαδὴ ὁ Θεός; Δὲν θὰ σώσεις ἔτσι τὴ βασιλεία σου. Μὲ συμμαχίες ἀμφίβολες, ἀνθρώπινες, τρεπτές. Ἡ βοήθεια θὰ ἔλθει ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἀπὸ ἐμένα. Ἐπειδὴ ἐνδιαφέρομαι ἐγὼ νὰ μὴν ἐκλείψει ἡ δυναστεία τοῦ Δαυΐδ. Καὶ θὰ τὴν ἐξασφαλίσω μὲ τρόπο ποὺ δὲν φαντάζεσαι.

Τὸ σημεῖο ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν Ἄχαζ σήμαινε ὅτι δὲν θα χανόταν ποτέ, παρὰ τὴν διαφαινόμενη ἐξαφάνισή του, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἡ ὑπόσχεσή του ὅτι ὁ οἶκος τοῦ Δαυΐδ, ὅποιοι καὶ ἂν τὸν πολεμοῦν, δὲν θὰ ἐκλείψει, μέχρι νὰ ἔλθει Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπόκειται πραγματικὰ τὸ σκῆπτρο τοῦ Δαυῒδ, ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται βασιλιὰς καὶ στὸν ὁποῖο θὰ δοθεῖ κάθε ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς (Δ΄ Βασ. 16. Β΄ Παρ. 28. Ἡσ. 7).

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, ὁ Ἐμμανουήλ, εἶναι καὶ Υἱὸς τοῦ Δαυΐδ, τῆς Παρθένου ποὺ κατάγεται «ἐκ ρίζης Δαυΐδ», ὁ πραγματικὸς Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου.

 

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 449, Δεκ. 2020)

(Συνεχίζεται)

 

Ἀντιύλη

Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα

Ιερά Αγρυπνία

Την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024, στον Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου οδού Αχαρνών, στις 21:30 θα τελεστεί Ιερά Αγρυπνία επι τη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος, κατά την οποία θα ομιλήσει ο Πανοσιολογιώτατος καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Τουρλιανής Μυκόνου Αρχιμ. Αλέξιος Παπαδόπουλος.

Το Γράμμα και το Πνεύμα (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ὅταν ὁ Χριστὸς θεράπευε ἀσθενεῖς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, οἱ Φαρισαῖοι θύμωναν. Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι παραβαίνει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅριζε ἀργία γιὰ τὸ Σάββατο. Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας ποὺ ἦταν συγκύπτουσα, δηλαδὴ σκυμμένη, κυρτωμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια της, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει ὄρθιο τὸ κεφάλι της. Μὰ ὁ Χριστὸς ἀνέτρεπε τοὺς συλλογισμούς τους (Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ).

Πολλὲς φορὲς δόθηκε στοὺς Ἰουδαίους ἡ εὐκαιρία νὰ κατηγορήσουν τὸν Χριστὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε πολλὲς ἀφορμὲς γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσκολλῶνται στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀλλὰ στὸ πνεῦμα. Σκοπὸς εἶναι πάντα νὰ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἴτε ὑλικὰ εἴτε πνευματικά, ὄχι νὰ ἐξοντωθεῖ. Γιὰ χάρη του ἀναστέλλονται ὄχι μόνο οἱ φυσικοὶ νόμοι (θαῦμα), ἀλλὰ καὶ νόμοι θεόσδοτοι, πνευματικοὶ θεσμοί, τουλάχιστον ἀπὸ τὴν κατὰ γράμμα ἐκτέλεσή τους, γιὰ νὰ γίνει, ὅπως λέμε, συγκατάβαση, «οἰκονομία». Ὄχι βέβαια εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάλογη διάκριση.

Οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι καὶ θεσμοὶ εἶναι καλοὶ γιὰ νὰ φυλάγουν τὴν οὐσία, τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδὴ προέχει πάντα ὁ ἄνθρωπος, ἡ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ ἄκαμπτη τήρηση τῶν τύπων, τοῦ γράμματος τοῦ νόμου.

Ὁ Χριστὸς ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει κάτι τέτοιο. Κάποιο Σάββατο συνέβη νὰ περνάει μὲ τοὺς μαθητές του μέσα ἀπὸ τὰ σπαρμένα χωράφια. Πεινασμένοι οἱ μαθητές, μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ φᾶνε, ἄρχισαν νὰ μαδοῦν στάχυα, νὰ τὰ τρίβουν μὲ τὰ χέρια τους καὶ νὰ τρῶνε τοὺς σπόρους. Οἱ Φαρισαῖοι τὸ θεώρησαν αὐτὸ ἀμέσως ἐργασία, δηλαδὴ παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου καὶ ζήτησαν τὸν λόγο ἀπὸ τὸν Χριστό.

Γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Χριστὸς νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ νόμου, τοὺς θύμισε τὴ γνωστὴ φυσικὰ καὶ σ’ αὐτοὺς περίπτωση τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ὅταν κάποτε καταδιωκόταν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σαούλ, κατέφυγε στὴν πόλη Νομβά. Ἐμφανίστηκε βιαστικὸς στὸν ἀρχιερέα Ἀβιμέλεχ καὶ τοῦ ζήτησε κατεπειγόντως πέντε ψωμιά, ἢ ὅσα τέλος πάντων τοῦ βρίσκονταν, γιὰ νὰ δώσει καὶ στοὺς πεινασμένους συντρόφους του. Ὁ Ἀβιμέλεχ, ἔκπληκτος ποὺ τὸν εἶδε μόνο του, τοῦ εἶπε ὅτι δὲν εἶχε καθόλου ἁπλὸ ψωμί, ἀλλὰ μόνο τοὺς ἱεροὺς ἄρτους τῆς Προθέσεως στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Τοὺς ἄρτους αὐτοὺς τοὺς ἄλλαζαν κάθε ἑβδομάδα καὶ δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ τοὺς φάει κανένας, παρὰ μόνο οἱ ἱερεῖς. Θεωροῦνταν ἄρτοι ἅγιοι, γιατὶ ἦταν ἀφιέρωμα στὸν Θεό.

Ὁ Ἀβιμέλεχ εἶπε ὅτι, ἂν ἔχουν τηρήσει οἱ σύντροφοί του ἐγκράτεια, μποροῦν νὰ φᾶνε τοὺς ἄρτους τῆς Προθέσεως. Ὁ Δαυΐδ ἀπάντησε καταφατικά. Τρεῖς μέρες «ἀπὸ γυναικὸς ἀπεσχήμεθα». Ὅτι ἔχουν τρεῖς μέρες ἀποχὴ ἀπὸ γυναίκα. Καὶ ὅτι καθ’ ὁδὸν οἱ σύντροφοί του ἔχουν ἁγνισθεῖ κατὰ τὶς νομικὲς διατάξεις. Μὴ ἔχοντας ἄλλους ἄρτους ὁ Ἀβιμέλεχ, πῆρε τότε τοὺς ἱεροὺς ἄρτους «ἐκ προσώπου Κυρίου» καὶ τοὺς ἔδωσε στὸν Δαυΐδ. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ βέβαια διατάχτηκε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Σαοὺλ σφαγὴ ὅλων τῶν ἱερέων, ἀλλὰ καὶ τῆς πόλης Νομβά. Σώθηκε μόνο ἕνας γιὸς τοῦ Ἀβιμέλεχ, ὁ μετέπειτα ἀρχιερέας Ἀβιάθαρ (Α΄ Βασ. κεφ. 21 καὶ 22. Λουκ 6, 1-5).

Ὅπως τότε χάριν τοῦ Δαυΐδ παρακάμφθηκε ὁ νόμος περὶ τῶν ἱερῶν ἄρτων, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Χριστὸς παρακάμπτει τὸν θεσμὸ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι.

Οἱ νομικὲς διατάξεις δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ποτὲ πάνω ἀπὸ τὸν Χριστό.

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!

 

«Ἀντιύλη». Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

π. Ανανίας Κουστένης διά την αγιοκατάταξη του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου

Προχθές, στις 27 του παρελθόντος μηνός Νοεμβρίου, έγινε η αγιοκατάταξη απ’το Οικουμενικό Πατριαρχείο του αγίου Πορφυρίου…
Άρχισε η συνεδρία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είπε ο Οικουμενικός ότι «ήλθαμε σήμερα, για να αγιοκατατάξουμε τον άγιο Πορφύριο».
Είχανε πάνω στο τραπέζι, – μου τά ’λεγε συνοδικός αρχιερεύς πού ήταν παρών κι υπέγραψε κι αυτός.
Είχαν όλα τα βιβλία του. Το «Βίος και Λόγοι» έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες. Ακόμη και στα Συριακά και στα αυτά…
Έγινε η πρόταση απ’ τον Αρχιγραμματέα, ο οποίος είχε πολλές εμπειρίες απ’ τον Γέροντα, τον άγιο, και πολύ τον είχε βοηθήσει. Έλεγε κι έκλαιγε. Σταμάτησε.
Έλαβε άλλος Συνοδικός τον λόγο. Έλεγε κι αυτός αν τον είχε δει, κι αν δεν τον είχε δει, τι είχε πάρει μέσω της προσευχής ή μέσω του βιβλίου, έκλαιγε κι αυτός.
Έφθασαν να κλαίνε όλοι με τη σειρά. Και στο τέλος, δεν μπόραγαν πια να πουν τίποτ’ άλλο. Έτσι είναι.
Ήταν η παρουσία του Γέροντα, του αγίου.
Κι ο πατριάρχης λέγει, «Πατέρες, καταλάβατε κάτι;
Ότι ο Γέροντας είναι όντως άγιος»…
Πήγαν την επομένη, στις 28, για να συνεχίσουν το έργο των Συνοδικών με άλλα θέματα, τρέχοντα και μη.
Μόλις μπήκε ο πατριάρχης, λέει,
«Πατέρες, τι έγινε χθες;

Αυτό δεν ήταν η χθεσινή μέρα.
Ήταν Πάσχα.
Ήτανε Ανάσταση. Ήτανε Λαμπρή.
Έχω κάνει 100 αγιοκατατάξεις από τότε που έγινα πατριάρχης.
Τέτοια αίσθηση δεν την έχω πάρει πάλι. Τέτοιο αίσθημα. Τέτοιο κλίμα»…
Καταλαβαίνετε τώρα τι είναι ο άγιος Πορφύριος;
Είναι ένα δώρο Θεού. Είναι μια αγκαλιά.
Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους. Όλους τους ανθρώπους!
Με αγάπη που αφοπλίζει.

Ιερά Κοινοβιακή & Ιεραποστολική Μονή Αγίων Αναργύρων Πάρνωνος