“Τὸ ἀνέβασμα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα”
Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ πρῶτα δὲν ἔβλεπα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, τώρα τὰ βλέπω καὶ κατακρίνω;
– Τώρα βλέπεις τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, γιατὶ δὲν βλέπεις τὰ δικά σου.
– Ἀπὸ ποῦ προέρχονται, Γέροντα, οἱ λογισμοὶ κατακρίσεως;
– Ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας – δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια
– καὶ ἀπὸ τὴν τάση νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας.
– Γέροντα, ἡ κατάκριση ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης;
– Ἔμ, τί ἔχει; Καὶ ἔλλειψη ἀγάπης ἔχει καὶ ἀναίδεια ἔχει.
Ὅταν δὲν ἔχης ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὁπότε τοὺς ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις. Πάει μετὰ τὸ ταγκαλάκι καὶ τοὺς βάζει νὰ κάνουν καὶ ἄλλο σφάλμα· τὸ βλέπεις ἐσύ, τοὺς κατακρίνεις πάλι καὶ ὕστερα συμπεριφέρεσαι μὲ ἀναίδεια.
Γέροντα, συχνὰ πέφτω καὶ στὴν γαστριμαργία.
– Κοίταξε, ἐκεῖνο ποὺ τώρα πρέπει νὰ προσέξης πολὺ εἶναι ἡ κατάκριση.
Ἂν δὲν κόψης τὴν κατάκριση, οὔτε ἀπὸ τὴν γαστριμαργία θὰ μπορέσης νὰ ἀπαλλαγῆς.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει, ἐπειδὴ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβοήθητος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὰ ἐλαττώματά του. Καὶ ἂν δὲν καταλάβη τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ ταπεινωθῆ, θὰ ἔχη συνέχεια πτώσεις.
Ἂν ὅμως τὸ καταλάβη καὶ ζητήση τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Γέροντα, ὅ,τι καὶ νὰ κάνω ἢ νὰ πῶ, βλέπω ὅτι μὲ κεντᾶ ἡ ὑπερηφάνεια.
– Ὅ,τι κάνεις, νὰ τὸ κάνης μὲ ταπεινὸ λογισμό, γιατὶ διαφορετικὰ βάζεις τὸν διάβολο ἀκόμη καὶ στὶς καλὲς ἐνέργειές σου. Ἄν, ἂς ὑποθέσουμε, λέη κάποιος ὑπερήφανα: «θὰ πάω νὰ κάνω μιὰ καλωσύνη», βάζει καὶ τὸν διάβολο μέσα καὶ μπορεῖ νὰ συναντήση ἕνα σωρὸ ἐμπόδια καὶ τελικὰ νὰ μὴν μπορέση νὰ πάη. Ἐνῶ, ἂν πάη ἀθόρυβα νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, τότε δὲν μπαίνει ὁ διάβολος.
– Πῶς γίνεται, Γέροντα, ἡ σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας;
– Μυστικὰ καὶ σιωπηλά.
Ἡ πνευματικὴ ἐργασία εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴν κάθε μας ἐνέργεια. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»3, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τί ἐγρήγορση χρειάζεται! Τὸ ἀνέβασμα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα. Ἂν ἀνεβαίνη κανεὶς χωρὶς νὰ βλέπη ποῦ πατοῦν τὰ πόδια του καὶ λέη: «ὤ, πόσο ψηλὰ ἀνέβηκα! καὶ ποῦ θὰ φθάσω ἀκόμη!», παραπατάει καὶ πέφτει κάτω.
– Γιατί, Γέροντα, δὲν ἔχει κάγκελα ἡ σκάλα;
– Γιατὶ εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιῆ σωστά, τί νὰ τὸν κάνη ὁ Θεός;
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» – 45 –
3 Βλ. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, Πρὸς Θεόδουλον Λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, ρκα’, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι